Νέο κύμα προβλέψεων, αυτή τη φορά για -τυπικώς- ενήμερα δάνεια, θα υποχρεωθούν να σχηματίζουν από φέτος οι εγχώριες τράπεζες, ως αποτέλεσμα της αλλαγής στα διεθνή λογιστικά πρότυπα, χωρίς να είναι σαφές ακόμη το εύρος της επίπτωσης στα εποπτικά τους κεφάλαια.
Από την 1η Ιανουαρίου του 2018, κατόπιν απόφασης της European Banking Authority (EBA) και του SSM, εισάγεται σε εφαρμογή για τις ευρωπαϊκές τράπεζες το διεθνές πρότυπο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης 9 (IFRS 9), αντικαθιστώντας το ΔΠΧΠ 39.
Πρόκειται για κομβικής σημασίας μετάβαση καθώς το πρότυπο 9 εισάγει μοντέλο απομείωσης βασιζόμενο στις αναμενόμενες ζημίες από πιστωτικό κίνδυνο (Expected Credit Loss), το οποίο αντικαθιστά την υφιστάμενη λογιστική μέθοδο προβλέψεων για ζημίες που έχουν πραγματοποιηθεί.
Παρότι οι εγχώριες τράπεζες βαρύνονται από υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposures - NPEs), το οποίο ανέρχεται στο 50% των συνολικών χορηγήσεων και έχουν υποβληθεί σε δύο λεπτομερείς ασκήσεις ποιότητας στοιχείων ενεργητικού (AQRs), θα υπάρξει, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, επίπτωση από τη μετάβαση, η οποία θα αποτυπωθεί κυρίως στη φετινή χρονιά.
Οι τράπεζες θα πρέπει πλέον, αφενός, να προχωρούν σε έγκαιρη αναγνώριση πιστωτικών ζημιών και αφετέρου, εφόσον χρειασθεί, να διακρατούν προβλέψεις για ολόκληρη τη διάρκεια του δανείου (Lifetime Expected Credit Loss). Χαρακτηριστικό της αλλαγής είναι ότι θα σχηματίζεται πρόβλεψη, με τη χορήγηση νέου δανείου, το ύψος της οποίας θα καθορίζεται από την πιθανότητα αθέτησης εντός των επόμενων 12 μηνών.
Επιπρόσθετα, για ρυθμισμένα δάνεια και όσα βρίσκονται σε καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, οι τράπεζες θα πρέπει να σχηματίσουν προβλέψεις αντίστοιχες αυτών που λαμβάνουν για μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Το ίδιο ισχύει για δάνεια χωρίς καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση, στα οποία διαπιστώνεται σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου, σε σχέση με την αρχική αναγνώριση.
Για να αξιολογεί την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου ενός δανείου, η τράπεζα θα λαμβάνει υπόψη της ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες, όπως και τα ιστορικά στοιχεία αθέτησης της υποκατηγορίας στην οποία ανήκει το δάνειο (στεγαστικά, καταναλωτικά, δάνεια προς μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις).
Οι βασικές παράμετροι για τον προσδιορισμό των αναμενόμενων ζημιών λόγω πιστωτικού κινδύνου είναι οι ακόλουθες:
• Πιθανότητα αθέτησης (probability of default)
• Ζημία δεδομένης της αθετήσεως (loss given default)
• Άνοιγμα κατά την αθέτηση (exposure at default)
Οι τράπεζες θα πρέπει να αντλούν τις παραπάνω παραμέτρους από εσωτερικώς ανεπτυγμένα στατιστικά μοντέλα, τα οποία θα βασίζονται, όπως προαναφέρθηκε, σε ιστορικά στοιχεία, προσαρμοσμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν μακροπρόθεσμη πληροφόρηση.
Απευθείας στην καθαρή θέση οι φετινές ζημίες
Με δεδομένο ότι το νέο πρότυπο τίθεται σε εφαρμογή από 1/1/2018, η φετινή χρήση αποτελεί έτος προσαρμογής. Επομένως, οι σχετικές ζημίες απομείωσης, που θα πάρουν οι τράπεζες, θα επιβαρύνουν απευθείας την καθαρή τους θέση, χωρίς να περάσουν από τα αποτελέσματα. Από το 2018 και έπειτα, οι προβλέψεις για αναμενόμενες ζημίες πιστωτικού κινδύνου θα βαρύνουν τα αποτελέσματα.
Αναλυτές και τραπεζικά στελέχη σημειώνουν ότι οι εγχώριες τράπεζες θα επιδιώξουν να πάρουν φέτος το σύνολο σχεδόν της ζημίας, προκειμένου να μην επιβαρύνουν σημαντικά τα αποτελέσματα των επόμενων χρήσεων, δημιουργώντας κίνδυνο να μην μπορεί να καλυφθούν από κέρδη προ φόρων οι οριστικές αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις τους (Deferred Tax Credits - DTCs).
Ο χειρισμός της επίπτωσης στα εποπτικά κεφάλαια
Προς το παρόν, δεν έχει οριστικοποιηθεί ο χειρισμός της επίπτωσης που θα προκληθεί στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών από τις ζημίες της φετινής χρήσης, που αποτελεί έτος προσαρμογής.
Αυτό που συζητείται μεταξύ Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) και European Banking Authority (ΕΒΑ) είναι να δοθεί στις τράπεζες η δυνατότητα να εγγράψουν τμηματικά σε βάθος τριετίας ή και πενταετίας την επίπτωση από τη φετινή ζημία στα εποπτικά τους κεφάλαια.
«Ανεκτή» η ζημία για τις τράπεζες υπό προϋποθέσεις
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, η ζημία στην καθαρή θέση και στα εποπτικά κεφάλαια θα είναι «ανεκτή», εφόσον ολοκληρωθεί, έως τα τέλη Μαΐου, η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος και δεν απειληθεί η πολιτική και η οικονομική σταθερότητα. Η παραπάνω εκτίμηση εδράζεται στα εξής σημεία:
Πρώτον, τα εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται στο 68% των συνολικών χορηγήσεων, ενώ αν εξαιρεθούν ρυθμισμένα και απομειωμένα, πέφτουν στο 50%.
Δεύτερον, λόγω των AQRs, οι τράπεζες έχουν σχηματίσει προβλέψεις για μέρος των δανείων που είναι τυπικά ενήμερα, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν μπορούν να αποπληρωθούν, αν δεν ρευστοποιηθούν εξασφαλίσεις.
Τρίτον, για αρκετά ρυθμισμένα δάνεια έχουν ληφθεί προβλέψεις, αντίστοιχες των μη εξυπηρετούμενων.
Από την άλλη, βέβαια, τα πρόσφατα παραδείγματα της Μαρινόπουλος και σειράς άλλων μικρότερων επιχειρήσεων δείχνουν ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει γίνει ορθή αποτίμηση μελλοντικών ζημιών πιστωτικού κινδύνου και δεν είχαν ληφθεί οι απαραίτητες προβλέψεις απομείωσης.
Τέλος, ρόλο στην έκταση του προβλήματος που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες θα παίξουν οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Αν η ολοκλήρωση της αξιολόγησης καθυστερήσει πέραν του Μαΐου και δημιουργηθεί εκ νέου κλίμα ανασφάλειας, θα αυξηθούν τα δάνεια σε καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών και θα επιδεινωθούν οι προοπτικές σειράς επιχειρήσεων με ενήμερα δάνεια.