Σε «χρυσωρυχείο» των γερμανικών ταξιδιωτικών ομίλων έχει εξελιχθεί η Ελλάδα όπως προκύπτει από τα στοιχεία της τελευταίας διετίας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι γερμανικοί όμιλοι έχουν καταφέρει να αξιοποιήσουν στο έπακρο την ολοένα υψηλότερη ζήτηση που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια για προορισμούς όπως η Ελλάδα. Αποτέλεσμα των τρομοκρατικών επιθέσεων αλλά και των γεωπολιτικών εξελίξεων στο νοτιοανατολικό τόξο της Μεσογείου, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται βασικοί προορισμοί διακοπών των Ευρωπαίων όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Μαρόκο και η Τυνησία.
Φέτος, ωστόσο, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε «μπεστ σέλερ» της γερμανικής αγοράς. Τάση η οποία αποτυπώθηκε στα στοιχεία έγκαιρων κρατήσεων (early bookings), με τους δύο Γερμανούς «δεινόσαυρους» της ευρωπαϊκής ταξιδιωτικής αγοράς, TUI και Thomas Cook, να αναφέρουν αύξηση κρατήσεων για την Ελλάδα το φετινό καλοκαίρι 30% και 40% αντίστοιχα, σε σύγκριση με πέρυσι.
Πώς μεταφράζεται, όμως, για την ελληνική οικονομία και τις εγχώριες επιχειρήσεις αυτή η εκτόξευση της ζήτησης για διακοπές στη χώρα μας;
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι γερμανικοί όμιλοι κατάφεραν να αξιοποιήσουν στο έπακρο την τεράστια ισχύ που συγκεντρώνουν σε συνδυασμό με τη δυσμενή θέση της χώρας, η οποία αντανακλά στη δεινή οικονομική κατάσταση της πλειοψηφίας των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων. Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τα στοιχεία της ΤτΕ, το 2016 ήρθαν στη χώρα μας 3,14 εκατ. επισκέπτες από τη Γερμανία, περίπου 310 χιλ. περισσότεροι από το 2015.
Αυτοί με τη σειρά τους πραγματοποίησαν 32.988.700 διανυκτερεύσεις έναντι 31.366.000 το 2015. Σχεδόν, 1,62 εκατ. περισσότερες διανυκτερεύσεις.
Κι όμως, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ήταν 120 εκατ. ευρώ λιγότερες από το 2015. Κι αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί στις 500 χιλ. λιγότερες διανυκτερεύσεις του β’ τριμήνου του 2016 έναντι του 2015. Ο λόγος είναι ότι κατά το δεύτερο μισό της περυσινής χρονιάς καταγράφηκαν 1 εκατ. περισσότερες διανυκτερεύσεις στο διάστημα Ιουλ.-Σεπτ. και 1,3 εκατ. επιπλέον διανυκτερεύσεις στο τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΤτΕ, δηλαδή, η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για την Ελλάδα μεταφράζεται σε περισσότερη δουλειά για τα ξενοδοχεία και τις υποδομές της χώρας αλλά και πρόσθετο φόρτο εργασίας για τους εργαζόμενους, αλλά λιγότερα έσοδα.
Ενδεικτικό του πάρτι που έχουν στήσει στον ελληνικό τουρισμό οι Γερμανοί τουρ οπερέιτορ είναι το γεγονός ότι κατά το τρίμηνο «φιλέτο» της απόλυτης αιχμής, όπου οι τιμές των ξενοδοχείων διαμορφώνονται (θεωρητικά) στα υψηλότερα επίπεδα και παρότι πραγματοποιήθηκαν 1 εκατ. περισσότερες διανυκτερεύσεις από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015, οι εισπράξεις ήταν 90 εκατ. ευρώ μικρότερες από το 2015!
Η εξήγηση βρίσκεται στα ίδια στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που αναφέρονται στη μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση, που φέρονται να πραγματοποιούν στη χώρα μας οι επισκέπτες από τη Γερμανία. Σύμφωνα με αυτά, το 2015 η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση των επισκεπτών από τη Γερμανία διαμορφώθηκε σε επίπεδα άνω των 71-74 ευρώ στα τρία από τα τέσσερα τρίμηνα της χρονιάς. Στα αντίστοιχα τρίμηνα του 2016, αντίθετα, η δαπάνη μειώθηκε στα επίπεδα των 63,4-68,8 ευρώ. Στο β’ εξάμηνο της μεγάλης «ανάκαμψης» της κίνησης, μάλιστα, η μέση δαπάνη διαμορφώθηκε σε επίπεδα κάτω των 64 ευρώ ανά διανυκτέρευση.
Οι Γερμανοί τουρ οπερέιτορ, δηλαδή, κατάφεραν να πάρουν «κοψοχρονιά» τα δωμάτια στα ελληνικά ξενοδοχεία, αξιοποιώντας την τεράστια διαπραγματευτική ισχύ τους και, ταυτόχρονα, τη δυσχερή διαπραγματευτική θέση των Ελλήνων ξενοδόχων. Το αποτέλεσμα ήταν να μεγιστοποιήσουν τα έσοδά τους, στέλνοντας περισσότερους τουρίστες στην Ελλάδα.
Επί της ουσίας, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να επιδοτήσει εμμέσως τις διακοπές των Γερμανών στη χώρα μας, ενισχύοντας τις πωλήσεις των γερμανικών ομίλων που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα από την κατακόρυφη πτώση της ζήτησης για προορισμούς όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Μαρόκο και η Τυνησία. Ωφελημένοι, προφανώς, δεν είναι μόνο οι Γερμανοί αλλά και οι πελάτες των μεγάλων γερμανικών ομίλων από το σύνολο της Ευρώπης αφού κυριαρχούν στις δύο βασικές αγορές (Γερμανία, Βρετανία), τη Σκανδιναβία, τις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία, και την Ισπανία.
Χρησιμοποιήσαμε, μάλιστα, τον όρο «Ελλάδα» κι όχι «ελληνικός τουρισμός» αφού στην ακούσια επιδότηση των επισκεπτών από τη Γερμανία συνεισέφεραν όχι μόνο οι επιχειρηματίες του τουρισμού και οι εργαζόμενοι σε αυτές αλλά και οι Έλληνες στο σύνολό τους, αφού στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εξασφαλίζουν μικρότερες ή μεγαλύτερες επιδοτήσεις για τη δημιουργία ή την ανακαίνισή τους, οι οποίες προέρχονται από το σύνολο των Ελλήνων φορολογουμένων.
Η… πείνα των «δεινοσαύρων»
Παράγοντες του ελληνικού τουρισμού, μάλιστα, μετέφεραν στο Euro2day.gr την εκτίμηση πως η κατάσταση μάλλον θα επιδεινωθεί παρά θα βελτιωθεί για τις ελληνικές επιχειρήσεις τα επόμενα χρόνια.
Η εκτίμηση εδράζεται στο γεγονός πως βρίσκεται σε εξέλιξη ένας νέος κύκλος ανακατατάξεων στη γερμανική αγορά, από τον οποίο οι κορυφαίοι όμιλοι αναμένεται να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο τη θέση τους στην αγορά της Ευρώπης.
Ήδη, το γερμανικό δίδυμο κορυφής της ευρωπαϊκής ταξιδιωτικής αγοράς, TUI και Thomas Cook, έχουν προαναγγείλει σημαντική αύξηση πωλήσεων για το φετινό καλοκαίρι. Εξέλιξη η οποία προεξοφλεί την αύξηση των μεριδίων τους στην αγορά της Γερμανίας. Αυτή τη στιγμή ο όμιλος TUI ελέγχει μερίδιο 22,5% (στοχεύει να το αυξήσει σε 25% τα αμέσως επόμενα χρόνια) ενώ ο Thomas Cook αποσπά μερίδιο 13%.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της εταιρείας Gfk, η αγορά κρατήσεων «πακέτων» (μέσω τουρ οπερέιτορ) κινούνταν με χαμηλή μονοψήφια άνοδο της τάξης του 4,5% για το καλοκαίρι του 2017.
Παραμένει αδιευκρίνιστο, την ίδια στιγμή, εάν πραγματικά και σε ποιο βαθμό επωφελούνται οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες από τις ολοένα χαμηλότερες τιμές ή προσφορές των ελληνικών ξενοδοχείων.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της TUI, ο ταξιδιωτικός όμιλος που διακινεί τους περισσότερους τουρίστες στη χώρα μας. Σε περίοδο έγκαιρων κρατήσεων (early bookings), όπου οι ξενοδόχοι προχωρούν σε σημαντικές προσφορές, η TUI κατέγραφε (μέχρι και το δεύτερο δεκαήμερο του Μαρτίου) αύξηση πωλήσεων 6% και άνοδο 3% στις τιμές των πακέτων που πούλησε. Πριν ολοκληρωθεί ο Μάρτιος, μάλιστα, ο όμιλος είχε διαθέσει σχεδόν τα μισά (47%) καλοκαιρινά του πακέτα. Η αγορά, όμως, που ενισχύει φέτος τις πωλήσεις του ομίλου είναι εκείνη της Βρετανίας, όπου καταγράφει αύξηση πωλήσεων 11% για το φετινό καλοκαίρι.
Στην περίπτωση του Thomas Cook, η Ελλάδα αποτελεί φέτος το χρυσό «μήλο». Ο δ/νων σύμβουλος του δεύτερου μεγαλύτερου ταξιδιωτικού ομίλου της Ευρώπης Peter Fankhauser, μάλιστα, δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών για την επίδραση που είχε στις πωλήσεις η φετινή ζήτηση για Ελλάδα. Όπως ανέφερε, χαρακτηριστικά, ήταν η απόφαση του ομίλου να αυξήσει τα πακέτα για Ελλάδα το φετινό καλοκαίρι, που «ευθύνεται» κυρίως για την αύξηση 10% που καταγράφουν μέχρι αυτή τη στιγμή οι πωλήσεις του ομίλου.