Δυναμικά στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων επανήλθε το ασφαλιστικό, με τους δανειστές να ζητούν με το καλημέρα τη λήψη μέτρων ύψους 1-1,4 δισ. ευρώ, τα οποία θα ενεργοποιηθούν από το 2019.
Ο πονοκέφαλος της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας μάλιστα, που επιδιώκει να κλείσει γρήγορα το ασφαλιστικό προκειμένου να αποφύγει περαιτέρω ξήλωμα του νόμου Κατρούγκαλου, είναι να μη συνδεθεί η συζήτηση με την «τρύπα» που φαίνεται πως θα παρουσιάσουν τα έσοδα του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), αναφορικά με τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων. Στον αντίποδα, «σωσίβιο» στα έσοδα εκτιμάται ότι θα δώσουν για μία ακόμη φορά οι μισθωτοί του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, τα οποία βάσει των πρώτων εκτιμήσεων πήγαν πολύ καλύτερα από τα αναμενόμενα.
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και του ΕΦΚΑ δίνουν μάχη με τον χρόνο, προκειμένου να μην τεθεί θέμα για το δημοσιονομικό κενό του 2018, με αφορμή την πορεία των εσόδων του ταμείου.
Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, που συμπίπτει με τον εξονυχιστικό έλεγχο που ξεκινούν σε τεχνικό επίπεδο οι εκπρόσωποι των δανειστών για την πορεία υλοποίησης του νόμου Κατρούγκαλου, καθώς κάθε «αστοχία» αναμένεται να φέρει πιο κοντά τα νέα μέτρα για τα οποία πιέζουν οι θεσμοί και κυρίως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η πραγματική κατάσταση των εσόδων του ΕΦΚΑ από τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους θα φανεί προς το τέλος της εβδομάδας, ενώ η παράταση που δόθηκε τελικά για όλους, μισθωτούς και μη, έως τις 17 Μαρτίου, ενδέχεται να αλλοιώσει την εικόνα, καθώς μαζί με αυτούς που ακόμη δεν έχουν λάβει ειδοποιητήριο ενδέχεται να καθυστερήσουν τις πληρωμές και αυτοί που κατά κανόνα πληρώνουν την τελευταία στιγμή. Εντός του Μαρτίου πάντως, θα πρέπει να καταβληθούν και οι εισφορές Φεβρουαρίου, ενώ με χθεσινή ανακοίνωσή του, ο ΕΦΚΑ διευκρινίζει ότι η παράταση έως τις 17 του μήνα αφορά και την υποβολή των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (ΑΠΔ) μισθολογικής περιόδου Δεκεμβρίου 2016 και Δώρου Χριστουγέννων.
Την περασμένη Παρασκευή, όταν ακόμη δεν είχε ανακοινωθεί η παράταση, καταβλήθηκαν στον ΕΦΚΑ περί τα 25 με 30 εκατ. ευρώ από εισφορές ασφαλισμένων σε πρ. ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ, ΟΓΑ. Βέβαια, συνολικά, εκτιμάται ότι έχουν εισπραχθεί λιγότερα από 70 με 80 εκατ. ευρώ, όταν οι βεβαιωμένες εισπράξεις από τους μη μισθωτούς εκτιμώνται σε 250 με 270 εκατ. ευρώ ανά μήνα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των πλέον αισιόδοξων στην οδό Σταδίου, κάθε ποσό άνω των 130 εκατ. ευρώ θα θεωρείται θετική εξέλιξη.
Από την αρχή της ψήφισης του νόμου Κατρούγκαλου, το βασικό επιχείρημα της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας ήταν ότι με τον νέο τρόπο υπολογισμού των εισφορών στους μη μισθωτούς, θα αυξηθούν τα έσοδα προς τον ΕΦΚΑ, όχι γιατί αυξάνονται οι εισφορές αλλά γιατί θα δοθεί δυνατότητα σε περισσότερους -που μέχρι πρότινος δεν πλήρωναν- να πληρώσουν. Έτσι, ο πήχης της εισπραξιμότητας μπήκε πολύ πάνω από το 50%, πέριξ του οποίου κινούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2016. Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Εργασίας Γιώργο Κουτρουμάνη, εντός του 2016 εισπράχθηκαν από τους μη μισθωτούς εισφορές της τάξης των 2,25 δισ. ευρώ.
Για να επιτευχθεί το ίδιο ποσό φέτος, θα πρέπει η εισπραξιμότητα να σκαρφαλώσει άνω του 75%, ενώ με ένα στόχο πέριξ του 60%, τα έσοδα εκτιμώνται σε 1,80 δισ. ευρώ, ήτοι μειωμένα κατά τουλάχιστον 450 εκατ. ευρώ.
Η ατζέντα
Κατά τη χθεσινή συνάντηση των δανειστών με το σύνολο της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας, η συζήτηση -σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη- δεν μπήκε στην ουσία της διαπραγμάτευσης, παρά μόνο στη διαδικασία και την ατζέντα. Από την οποία δεν έλειπε βέβαια το ασφαλιστικό, καθώς οι θεσμοί επιμένουν για τη λήψη μέτρων της τάξης του 1% του ΑΕΠ, κυρίως περικοπής, ή και κατάργησης σε ορισμένες περιπτώσεις, των προσωπικών διαφορών στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις. Αν και η συζήτηση για το δημοσιονομικό κενό του 2018 παραμένει ανοικτή, τα μέτρα αυτά αφορούν το 2019 και μετά, με την κυβέρνηση να επιδιώκει να τα μεταθέσει για το 2020.
Η προσωπική διαφορά
Μάλιστα, αν και επίσημα οι αρμόδιοι υπουργοί εκφράζουν την πεποίθηση ότι δεν χρειάζονται, στο παρασκήνιο ήδη επεξεργάζονται σενάρια περικοπής των «προσωπικών διαφορών» όχι για το σύνολο των συνταξιούχων αλλά για ένα σημαντικό μέρος αυτών, περίπου 1,2 εκατ. άτομα.
Στόχος είναι να παρουσιαστεί στα τεχνικά κλιμάκια και στη συνέχεια και στους επικεφαλής ένα ολοκληρωμένο σχέδιο περικοπών που θα εξασφαλίζει την εξοικονόμηση τουλάχιστον 0,75% του ΑΕΠ, μεσοσταθμικά, για το διάστημα 2020-2023, ώστε να αποφευχθεί η έναρξη ενός ευρύτερου διαλόγου που ενδεχομένως θα έθετε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ευρύτερα θέματα που θα «ξήλωναν» τον νόμο Κατρούγκαλου.
Ο λογαριασμός βγάζει μειώσεις 1,4 δισ. ευρώ, με τις συντάξεις να περικόπτονται κατά μέσο όρο 14%, ενώ στο υπουργείο Εργασίας εξετάζουν τη θέσπιση κι ενός πλαφόν, ώστε συντάξεις που βρίσκονται κάτω από αυτό να μη μειωθούν, ακόμη κι αν οι προσωπικές διαφορές είναι μεγάλες. Παράδειγμα στο μοντέλο αυτό δεν αποκλείεται να είναι οι μειώσεις που εφαρμόστηκαν τον προηγούμενο χρόνο στις επικουρικές, όπου εφαρμόστηκε το «πλαφόν» προστασίας στα 1.300 ευρώ εισόδημα από συντάξεις (κύριες και επικουρικές).
Να σημειωθεί ότι η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς τέθηκε για πρώτη φορά από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κατά την πρώτη αξιολόγηση, η οποία όμως έκλεισε με τους Ευρωπαίους να απομονώνουν το Ταμείο και να δίνουν το πράσινο φως στον νόμο Κατρούγκαλου όπως τελικά ψηφίστηκε τον Μάιο του 2016 από τη Βουλή.
Το Ταμείο επανήλθε με τις ίδιες ακριβώς απαιτήσεις, ήτοι κατάργηση της προσωπικής διαφοράς σε 1,4 εκατ. συνταξιούχους, αλλά και μείωση της εθνικής σύνταξης κάτω από τα 384 ευρώ και κατάργηση των εκπτώσεων που ισχύουν για επιστήμονες και αγρότες στο νέο σύστημα των εισφορών, στην πρόσφατη έκθεσή του για την Ελλάδα.
Παρά τις εξοικονομήσεις του νόμου Κατρούγκαλου με τις περικοπές σε επικουρικές, μερίσματα, εφάπαξ και νέες κύριες συντάξεις, το Ταμείο επέμενε κι αναμένεται να επιμείνει και κατά τη νέα αυτή φάση των διαπραγματεύσεων για το ότι το ασφαλιστικό στην Ελλάδα παραμένει «σε μεγάλη ανισορροπία» κι εκτιμά πως το έλλειμμά του είναι 4πλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αγγίζοντας το 11% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ επιμένει λοιπόν στην κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις, κάτι που θα οδηγούσε κατά τους δικούς του υπολογισμούς σε εξοικονόμηση 1,8 δισ. ευρώ ή (1% του ΑΕΠ) σε μεσοπρόθεσμο διάστημα, και «μαχαίρι» στις συντάξεις 1,4 εκατ. συνταξιούχων. Υπολογίζει πως θα θιγούν κυρίως υψηλοσυνταξιούχοι που έφυγαν με λίγα χρόνια ασφάλισης (σε ακραίες περιπτώσεις μέχρι 40%) ενώ υποστηρίζει πως θα πάρουν ελαφρώς υψηλότερα ποσά χαμηλοσυνταξιούχοι που έφυγαν με πολλά χρόνια (μέχρι 20%).
Αλλά και οι εκπρόσωποι των Ευρωπαίων δανειστών αναγνωρίζουν ότι περικοπές στις προσωπικές διαφορές θα είχαν ως αποτέλεσμα μεσοσταθμικές μειώσεις της τάξης του 14% στις συντάξεις και ότι υπάρχει σημαντική διακύμανση. Στην πράξη, παραδέχονται ότι οι προσωπικές διαφορές κυμαίνονται μεταξύ 7% και 39%.