Στα 18,8 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε, τον Νοέμβριο του 2016, η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στην διατραπεζική αγορά υπό την μορφή repos από μόλις 1 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2015, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
Η σταδιακή πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε εναλλακτικές πηγές ρευστότητας είναι ιδιαίτερα σημαντική και στηρίζει τον στρατηγικό στόχο των τραπεζών να μειώσουν την δανειακή τους έκθεση στο ευρωσύστημα.
Από τις αρχές του 2016 έως και τον Νοέμβριο του ιδίου έτους οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν κατά 37,4 δισ. ευρώ, στα 5,2 δισ. από 42,6 δισ. ευρώ, την χρηματοδότηση από τον Πυλώνα ΙΙ του προγράμματος ενίσχυσης της ρευστότητας, γνωστό και ως πακέτο Αλογοσκούφη.
Το ίδιο χρονικό διάστημα οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο του μηχανισμού ELA μειώθηκαν κατά 3,1 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή, ένας σημαντικός παράγοντας των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών είναι οι αναβαλλόμενες -οριστικές- φορολογικές απαιτήσεις (DTC), οι οποίες δημιουργήθηκαν από τις ζημιογόνες χρήσεις των προηγουμένων ετών. Αυτές ανέρχονται περίπου στο 52%, ήτοι 16,4 δισ. ευρώ, του κεφαλαίου CET 1 κεφαλαίων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και στόχος είναι μέσω της υλοποίησης των σχεδίων αναδιαρθρώσεως, το ποσοστό αυτό να μειωθεί.
Τέσσερα stress tests
Από το 2012 έως και το 2015 το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κλήθηκε να τεσταριστεί τέσσερις φορές από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και προέκυψαν συνολικές κεφαλαιακές ανάγκες ύψους 47,7 δισ. ευρώ.
Συνολικά, οι ελληνικές τράπεζες συμμετείχαν σε τέσσερις τέτοιες ασκήσεις από το 2012 έως το 2015. Στο ίδιο διάστημα οι τράπεζες άντλησαν κεφάλαια ύψους 51,7 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 19,7 δισ. ή περίπου 40% προήλθαν από ιδιώτες επενδυτές ενώ τα υπόλοιπα κεφάλαια καλύφθηκαν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οι ζημιές που σημείωσαν οι ελληνικές τράπεζες από το 2010 έως και το 2015 ήταν 70,3 δισ. ευρώ. Το 2016 επέστρεψαν στην κερδοφορία και το 9μηνο σημείωσαν κέρδη 249 εκατ. ευρώ.