Η αναφορά του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν σε ένα «εξαιρετικά γενναιόδωρο ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, που κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν 11% του ΑΕΠ ετησίως (σε αντίθεση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, που είναι 2% του ΑΕΠ)» δεν έγινε για πρώτη φορά και όπως εκτιμά μιλώντας στο Εuro2day.gr o ομότιμος καθηγητής του Πάντειου Πανεπιστημίου, για χρόνια επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και γνώστης του ασφαλιστικού συστήματος Σάββας Ρομπόλης, δεν έγινε τυχαία.
Αν και όπως εξηγεί, οι απόψεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, εν τούτοις από καιρό σε καιρό επαναλαμβάνονται από στελέχη του ΔΝΤ προκειμένου να αποδειχθεί ανεπιτυχώς ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι γενναιόδωρο, με την έννοια ότι η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης είναι χαμηλή, οι συνταξιούχοι λαμβάνουν υψηλότερη σύνταξη και για μεγαλύτερο, από τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, χρονικό διάστημα και η κατώτερη σύνταξη προσεγγίζει τον κατώτερο μισθό.
Αμεσος στόχος αυτών των λανθασμένων και ανακριβών απόψεων του ΔΝΤ είναι η νέα επιβολή περικοπών των κύριων συντάξεων και πιο συγκεκριμένα η μείωση κατά 10%-20%, ακόμη και εντός του 2017, των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων (κατάργηση προσωπικής διαφοράς), η οποία κατά το ΔΝΤ θα μηδενίσει το εκτιμώμενο έλλειμμα των 4 δισ. ευρώ του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, γεγονός το οποίο θα επιδεινώσει περαιτέρω το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων. Όπως αποδείχθηκε άλλωστε, από την πρόσφατη εξαγγελία της κυβέρνησης προς τους συνταξιούχους, 6 στους 10 είναι χαμηλοσυνταξιούχοι καθώς λαμβάνουν σύνταξη που δεν ξεπερνά τα 850 ευρώ.
Ο κ. Ρομπόλης και ο υποψήφιος διδάκτωρ του Πάντειου Πανεπιστημίου Β. Μπέτσης επισημαίνουν ότι τα ίδια ανέφερε ο κ. Τόμσεν και κατά την ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσινγκτον (7-9/10/2016). Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου προέβαλε με έμφαση στην εισήγησή του, μεταξύ των άλλων, την αναγκαιότητα περαιτέρω μείωσης των συντάξεων στην Ελλάδα καθώς και περιορισμού του ποσοστού (60%) των φορολογουμένων που εντάσσονται στο αφορολόγητο όριο (Ε.Ε.-27, 8%).
Είχε μάλιστα προηγηθεί η δήλωση συμπερασμάτων της αντιπροσωπείας του ΔΝΤ στην Ελλάδα, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι η πρόσφατη περικοπή δαπανών για συντάξεις κατά 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ) σε μεσοπρόθεσμη βάση είναι ένα καλοδεχούμενο μέτρο, όμως δεν έχει την έκταση που χρειάζεται, «επειδή το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος βρίσκεται στο μη βιώσιμο επίπεδο του περίπου 10% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 2,5% στη ζώνη του ευρώ».
Αλλά και τον Φεβρουάριο του 2016, η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ Κρ. Λαγκάρντ είχε δηλώσει ότι στην Ελλάδα, «ο κρατικός προϋπολογισμός χρηματοδοτεί το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με πόρους που αντιστοιχούν στο 10% του ΑΕΠ, ενώ στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί, κατά μέσο όρο, στο 2% του ΑΕΠ».
Όπως εξηγούν στο Euro2day.gr οι δύο ειδικοί, ο μεθοδολογικός αυτός υπολογισμός που διογκώνει το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης από το ΔΝΤ αποτελεί σοβαρό τεχνικό και επιστημονικό λάθος, με δυσμενείς συνέπειες στο επίπεδο των συνταξιοδοτικών παροχών.
Και αυτό γιατί η κοινωνική ασφάλιση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης λειτουργεί, κατά κύριο λόγο, με το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων παροχών και χρηματοδοτείται με το σύστημα της τριμερούς χρηματοδότησης (εργαζόμενοι, εργοδότες, κράτος).
Αυτό, εξηγούν οι κ. Ρομπόλης και Μπέτσης, σημαίνει ότι το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι η διαφορά εσόδων -που προκύπτουν από τις εισφορές εργαζομένων, εργοδοτών αλλά και τη συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού στο πλαίσιο της τριμερούς χρηματοδότησης- και δαπανών. Το έλλειμμα αυτό καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός (κρατική επιχορήγηση).
Αντίθετα, το ΔΝΤ θεωρεί έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης τη διαφορά εσόδων που προκύπτουν όμως μόνο από τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, χωρίς την τριμερή χρηματοδότηση και την κρατική επιχορήγηση και δαπανών.
Έτσι, ενώ πράγματι το 2015 στην Ελλάδα ο κρατικός προϋπολογισμός χρηματοδότησε την κοινωνική ασφάλιση με πόρους που αντιστοιχούν συνολικά στο 10% του ΑΕΠ, το 4,5% του ΑΕΠ, ήτοι 8,1 δισ. ευρώ, δόθηκε στο πλαίσιο της τριμερούς χρηματοδότησης και το 5,5% του ΑΕΠ, ήτοι 9,9 δισ. ευρώ, για την κάλυψη των ελλειμμάτων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Αλλά και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και πιο συγκεκριμένα στη Γερμανία, ο κρατικός προϋπολογισμός, σύμφωνα με τους δύο Έλληνες ειδικούς, χρηματοδοτεί την κοινωνική ασφάλιση με συνολικούς πόρους που αντιστοιχούν στο 6,9% του ΑΕΠ (3% του ΑΕΠ για κάλυψη ελλειμμάτων και 3,9% του ΑΕΠ ως τριμερή χρηματοδότηση), σε συνθήκες μάλιστα σταθερότητας και όχι σε συνθήκες παρατεταμένης ύφεσης, υψηλής ανεργίας, απώλειας του 25% του παραγόμενου πλούτου, απώλειας εισοδημάτων κ.λπ. της ελληνικής οικονομίας.
Επομένως, η διαφορά, για παράδειγμα, Ελλάδας-Γερμανίας αναφορικά με τη συνολική κρατική χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι 8 αλλά 3,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, δεδομένου ότι η Ελλάδα διαθέτει 10% του ΑΕΠ και η Γερμανία 6,9% του ΑΕΠ.
Το ίδιο, επισημαίνουν οι κ. Ρομπόλης και Μπέτσης, ισχύει σε επίπεδο κάλυψης των ελλειμμάτων (κρατική επιχορήγηση), καθώς η διαφορά είναι 2,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και όχι 7,5 ποσοστιαίες μονάδες, όπως ισχυρίζεται το ΔΝΤ, δεδομένου ότι η Ελλάδα διαθέτει 5,5% του ΑΕΠ και η Γερμανία διαθέτει 3% του ΑΕΠ.
Για να καταλήξουν ότι άμεσος στόχος αυτών των λανθασμένων και ανακριβών απόψεων του ΔΝΤ είναι η νέα επιβολή περικοπών των κύριων συντάξεων και πιο συγκεκριμένα η μείωση κατά 10%-20% το 2017 των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων (κατάργηση προσωπικής διαφοράς), η οποία κατά το ΔΝΤ θα μηδενίσει το εκτιμώμενο έλλειμμα των 4 δισ. ευρώ του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Και απώτερος στόχος εκτιμούν πως είναι η εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος (εκτός από τις επικουρικές) και στις κύριες συντάξεις, χωρίς προηγούμενο διάλογο με τους επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς, καθώς και τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας στο πλαίσιο του ελληνικού Κοινοβουλίου.