Ο πρωθυπουργός, κατά την πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου με τη νέα σύνθεσή του, κάλεσε τους υπουργούς να ξενυχτήσουν, αν χρειαστεί, προκειμένου να κλείσει εντός χρονοδιαγράμματος η δεύτερη αξιολόγηση.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, κατά τη σημερινή συνεδρίαση του Eurogroup, αναμένεται να αποκτήσει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το κατά πόσο το ξενύχτι θα μπορέσει να αποδειχθεί ικανή συνθήκη (μαζί με τη δεδομένη κατά τον πρωθυπουργό πρόθεση όλων των υπουργών να συνδράμουν σε αυτή την κατεύθυνση), για να τελειώσουν όλα εντός του 2016.
Και όπως προκύπτει από τις τελευταίες διαρροές των Βρυξελλών, η λέξη «όλα» περικλείει εκτός από δύσκολες πολιτικές αποφάσεις από την ελληνική κυβέρνηση, σύνθετες -επίσης πολιτικές- αποφάσεις από την πλευρά της ευρωζώνης για το χρέος, οι οποίες θα καταστήσουν εφικτή τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Οι τοποθετήσεις Ευρωπαίου αξιωματούχου, την περασμένη Παρασκευή στις Βρυξέλλες, έδωσαν τον τόνο. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης έως τα τέλη Νοεμβρίου, είπε, αποτελεί σχέδιο φιλόδοξο αλλά όχι αδύνατο. Το φιλόδοξο αυτό σχέδιο, για να θεωρηθεί ολοκληρωμένο, προϋποθέτει ταυτόχρονη λύση η οποία θα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, ώστε το ΔΝΤ να μπει στο παιχνίδι.
Επομένως, μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η μπάλα δεν είναι αποκλειστικά στο ελληνικό γήπεδο. Για να φτάσουμε όμως στο δεύτερο ημίχρονο του αγώνα, προϋπόθεση αποτελεί η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία περνά από τις αλλαγές στο εργασιακό αλλά και τη συμφωνία αναφορικά με την ύπαρξη ή μη δημοσιονομικού κενού την ερχόμενη διετία.
Κατά την άποψη της κυβέρνησης, δημοσιονομικό κενό δεν υπάρχει. Στην κατεύθυνση αυτή αναμένεται να επιχειρηματολογήσει σήμερα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, παρουσιάζοντας στους ομολόγους του τα τελευταία στοιχεία για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, τα οποία πιστοποιούν υπέρβαση εσόδων κατά 2,3 δισ. ευρώ στο δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό άλλωστε, η ελληνική οικονομία πέρασε το τρίτο τρίμηνο σε τροχιά ανάπτυξης (τα πρώτα στοιχεία αναμένονται στα μέσα του μήνα από την ΕΛΣΤΑΤ), εκτίμηση η οποία εφόσον επιβεβαιωθεί από τα στατιστικά στοιχεία θα διευκολύνει περαιτέρω τους ελληνικούς χειρισμούς.
Ακόμα και εάν πειστούν οι δανειστές ότι δεν υπάρχει κενό (οι δικές τους εκτιμήσεις αφορούν σε δημοσιονομικό κενό 0,2% του ΑΕΠ για το 2017 και 0,3% το 2018), η ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να δυσκολευτεί αισθητά με την κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος έως το 2020, το οποίο με τα σημερινά δεδομένα θα πρέπει να στοχεύει σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, κάθε χρόνο.
Το πρόβλημα δεν είναι η αποτύπωση του στόχου. Αν και ακόμα και σε αυτό το επίπεδο, εγείρεται ένα ζήτημα πολιτικό για την κυβέρνηση, η οποία παλεύει για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων, χωρίς ανταπόκριση από την πλευρά των Ευρωπαίων δανειστών. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η τροφοδότηση του στόχου υπερμεγέθους πρωτογενούς πλεονάσματος, με μέτρα τα οποία ενδεχομένως να απαιτηθεί να ποσοτικοποιηθούν εκ των προτέρων.
Και σε αυτό το ενδεχόμενο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δανειστές θα ξαναθυμηθούν τις παλιές τους αγάπες: ασφαλιστικό και φορολογικό.
Στο σημερινό Eurogroup άλλωστε, αναμένεται να γίνει συζήτηση και για τα βραχυχρόνια μέτρα διευθέτησης του ελληνικού χρέους, τα οποία έχει επεξεργαστεί ο ESM στην κατεύθυνση επιμήκυνσης των ωριμάνσεων και περιορισμού του επιτοκιακού κινδύνου. Αυτό μένει να φανεί αν θα είναι το αντίδωρο για τα δύσκολα μέτρα, τα οποία θα έρθουν αργά ή γρήγορα στην αυλή της κυβέρνησης, ιδίως στο πεδίο των εργασιακών.