Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ανοίγει ο δρόμος για ομαδικές αγωγές κατά των καρτέλ

Τι προβλέπει η κοινοτική οδηγία για τις παραβάσεις της νομοθεσίας στον ανταγωνισμό. Ποιοι μπορούν να λάβουν αποζημίωση. Πώς αποδεικνύεται η πρόκληση ζημίας και πώς υπολογίζεται. Τι σχεδιάζεται για τις συλλογικές αγωγές. Έως 31 Δεκεμβρίου η ενσωμάτωση.

Ανοίγει ο δρόμος για ομαδικές αγωγές κατά των καρτέλ

Στη σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την προσαρμογή και υιοθέτηση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ προχώρησε η γενική γραμματεία Εμπορίου και Προστασία του Καταναλωτή. Η Οδηγία αυτή δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις ή στα φυσικά πρόσωπα που θίγονται από τους παραβάτες του ανταγωνισμού να διεκδικούν και να λαμβάνουν αποζημιώσεις όχι μόνο για την πρόκληση άμεσης ζημίας αλλά και για διαφυγόντα κέρδη.

Η ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει υποχρεωτικά να έχει γίνει έως το τέλος του έτους. Παρ' όλα αυτά, η Κοινότητα δίνει τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν και επιπλέον μέτρα για την κατά περίπτωση αρτιότερη εφαρμογή της. Αυτή τη δυνατότητα προτίθεται να αξιοποήσει το υπουργείο Οικονομίας, ώστε, σύμφωνα με πληροφορίες, να εισάγει και διατάξεις περί της δυνατότητας συλλογικών αποζημιώσεων. Δηλαδή, την κατάθεση αγωγών και διεκδίκησης αποζημίωσης από συλλογικούς φορείς όπως π.χ. καταναλωτικές οργανώσεις, κάτι που δεν προβλέπει, αλλά και δεν αποτρέπει, η οδηγία.

Η ενσωμάτωση δικαίου για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων είναι προφανές ότι θα βελτιώσει σε ένα βαθμό τις συνθήκες του ανταγωνισμού, καθώς πλέον οι παραβάτες (στην περίπτωση που γίνουν αντιληπτοί) δεν θα έρχονται αντιμέτωποι μόνο με τις κυρώσεις των αρχών ανταγωνισμού αλλά και με ένα πλήθος αγωγών από τους ζημιωθέντες. Σημειώνεται ότι αγωγή μπορεί να ασκηθεί ακόμη και χωρίς να υπάρχει σχετική απόφαση των επιτροπών ανταγωνισμού, αρκεί η παράβαση να αποδειχθεί στο δικαστήριο.

Τι προβλέπει η Οδηγία

Η Οδηγία 2014/104/ΕΕ ορίζει τις διαδικασίες αγωγής αποζημίωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για την ικανοποίηση αξιώσεων αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε λόγω παράβασης του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου ανταγωνισμού. Η Οδηγία αφορά τόσο στις λεγόμενες παρεπόμενες αγωγές (follow-on actions) που εγείρονται στη βάση σχετικής απόφασης αρχής ανταγωνισμού που διαπιστώνει παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, όσο και τις αυτοτελείς αγωγές (stand alone claims).

Στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτει οποιαδήποτε παραβίαση της ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένης πέραν των οριζόντιων συμπράξεων ιδιαίτερης σοβαρότητας (καρτέλ) της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης και των λιγότερο σοβαρών παραβάσεων επ' αφορμή οριζόντιων ή κάθετων συμφωνιών συνεργασίας, καθώς και συμφωνιών εκχώρησης αδειών εκμετάλλευσης.

Ποιοι μπορούν να ασκήσουν αγωγές

Η Οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης αγωγής αποζημιώσεων τόσο για τους άμεσους (εκείνους που αγοράζουν απευθείας προϊόντα ή υπηρεσίες από τις επιχειρήσεις που παραβιάζουν το νόμο), όσο και για τους έμμεσους αγοραστές (εκείνους που αγοράζουν προϊόντα ή υπηρεσίες από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις επόμενες βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού). Προβλέπει ωστόσο τη δυνατότητα του εναγομένου να προβάλει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων την ένσταση μετακύλισης της πραγματικής απώλειας ως μέσο άμυνας για να αποκρούσει μια αγωγή αποζημίωσης.

Αυτό σημαίνει ότι ο εναγόμενος μπορεί να επικαλεστεί ότι ο ενάγων δεν υπέστη ζημία (ή ότι υπέστη ζημία μικρότερης έκτασης), επειδή η όποια επιπλέον επιβάρυνση του επιβλήθηκε από την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού (π.χ. αύξηση του τιμήματος των προϊόντων) μετακυλίστηκε εν όλω ή εν μέρει από τον ενάγοντα στους πελάτες του.

Για τη διευκόλυνση των διαδικασιών απονομής δικαιοσύνης, σύμφωνα με την Οδηγία, οι τελεσίδικες αποφάσεις μιας εθνικής αρχής ανταγωνισμού που διαπιστώνουν παράβαση του εθνικού ή ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού είναι δεσμευτικές για τα δικαστήρια του ίδιου κράτους-μέλους. Ωστόσο μια απόφαση εθνικής αρχής Ανταγωνισμού δεν είναι ομοίως δεσμευτική για τα δικαστήρια άλλων κρατών-μελών, αλλά αποτελεί «εκ πρώτης όψεως μέσο απόδειξης του γεγονότος της παράβασης».

Πώς αποδεικνύεται η πρόκληση ζημίας και πώς υπολογίζεται

Η Οδηγία θεσπίζει καταρχήν ένα μαχητό τεκμήριο ότι τα καρτέλ προκαλούν ζημία. Αντίστοιχο τεκμήριο δεν υιοθετείται για τις λοιπές παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού (μη καρτελικής φύσης οριζόντιες ή κάθετες συμπράξεις, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης). Εντούτοις, δεν υιοθετεί κανόνες για την ποσοτικοποίηση της ζημίας που προκλήθηκε από παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού καθώς εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους-μέλους η θέσπιση δικών της κανόνων για την ποσοτικοποίηση ζημιών.

Προβλέπει, ωστόσο, την υποχρέωση των κρατών-μελών να διασφαλίσουν ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να προβαίνουν σε ποσοτική εκτίμηση της ζημίας που προκλήθηκε, στην περίπτωση όπου αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έχει υποστεί ζημία αλλά είναι πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η ακριβής ποσοτικοποίηση της προκληθείσης ζημίας με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία.

Σημειώνεται ότι προς διευκόλυνση των εθνικών δικαστηρίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει από τον Ιούνιο του 2014 κατευθυντήριες γραμμές για την ποσοτικοποίηση της ζημίας (μέθοδοι και τρόποι υπολογισμού της βλάβης).

Τι είδους αποζημίωση προβλέπεται

Η Οδηγία βασίζεται στην αρχή ότι θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει υποστεί ζημία, λόγω παραβίασης του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού από επιχείρηση ή από ένωση επιχειρήσεων, να αξιώνει αποτελεσματικά και να επιτυγχάνει πλήρη αποζημίωση για την εν λόγω ζημία από την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων.

Με την καταβολή της αποζημίωσης, το πρόσωπο που ζημιώθηκε θα πρέπει να αποκαθίσταται στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε τελεσθεί η παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Αυτό περιλαμβάνει δικαίωμα αποζημίωσης για τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος, καθώς και την καταβολή τόκων.

Ποιος ευθύνεται στις περιπτώσεις που περισσότερες από μία επιχειρήσεις παραβιάζουν από κοινού το δίκαιο ανταγωνισμού; Πώς μοιράζεται η ευθύνη;

Στην περίπτωση όπου περισσότερες από μία επιχειρήσεις παραβιάζουν το δίκαιο ανταγωνισμού από κοινού, οι επιχειρήσεις αυτές ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για τη ζημία που προκλήθηκε από την από κοινού παραβίαση του εν λόγω δικαίου. Εντούτοις, οι εξής δύο κατηγορίες επιχειρήσεων επωφελούνται από ειδικό καθεστώς:

Επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί απαλλαγή από πρόστιμα ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον μόνο έναντι των άμεσων ή έμμεσων αγοραστών ή προμηθευτών τους. Ως προς τους υπολοίπους ζημιωθέντες, ευθύνονται μόνο στις περιπτώσεις που εκείνοι δεν είναι σε θέση να λάβουν πλήρη αποζημίωση από τις άλλες παραβάτισσες επιχειρήσεις.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ευθύνονται μόνο έναντι των άμεσων και έμμεσων αγοραστών τους, εφόσον το μερίδιο αγοράς που κατέχουν στη σχετική αγορά είναι κατώτερο του 5% σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή τέλεσης της παράβασης και εφόσον η εφαρμογή των συνήθων κανόνων περί από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνης θα μπορούσε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στην οικονομική βιωσιμότητά τους.

Το ειδικό αυτό καθεστώς δεν εφαρμόζεται, ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου η μικρομεσαία επιχείρηση ενορχήστρωσε την παράβαση, εξανάγκασε άλλες επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στην παράβαση ή έχει διαπιστωμένα διαπράξει παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού σε προγενέστερο χρόνο (υπότροπη). Εάν μία από τις παραβάτισσες επιχειρήσεις έχει καταβάλει σε ζημιωθέντα μεγαλύτερη συνεισφορά από αυτή που της αναλογεί, θα πρέπει μπορεί να προσφύγει αναγωγικά κατά των λοιπών παραβατών για την ανάκτησή της.

Τι προβλέπεται για τις συλλογικές αγωγές αποζημίωσης

Η Οδηγία δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τις συλλογικές αποζημιώσεις. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε, τον Ιούνιο 2014 μια σειρά κοινά αποδεκτών, μη δεσμευτικών αρχών αναφορικά με τους μηχανισμούς συλλογικής ένδικης προστασίας προς εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις παραβιάσεων της ενωσιακής νομοθεσίας, δηλαδή και πέραν των παραβάσεων της νομοθεσίας ανταγωνισμού.

Η σύσταση καθορίζει τις ακόλουθες αρχές προς διευκόλυνση της άσκησης των συλλογικών αγωγών:

Νομιμοποίηση άσκησης αντιπροσωπευτικής αγωγής: Τα κράτη-μέλη οφείλουν να ορίζουν αντιπροσωπευτικές οντότητες για την άσκηση αντιπροσωπευτικών αγωγών βάσει καθορισμένων κριτηρίων επιλεξιμότητας.

Παραδεκτό: Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να προβλέπουν ότι επαληθεύεται, σε ένα κατά το δυνατόν πιο πρώιμο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, ότι προδήλως αβάσιμες υποθέσεις ή υποθέσεις στις οποίες δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συλλογικής αγωγής, απορρίπτονται.

Πληροφόρηση: Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι παρέχεται η δυνατότητα, στην αντιπροσωπευτική οντότητα ή στην ομάδα εναγόντων, να διαδίδουν πληροφορίες για προβαλλόμενη παραβίαση των αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων και για την πρόθεσή τους να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης.

Απόδοση των δικαστικών εξόδων στον νικήσαντα διάδικο (η αρχή σύμφωνα με την οποία «ο ηττηθείς πληρώνει»): Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να φροντίζουν ώστε ο ηττηθείς διάδικος σε συλλογική αγωγή να αποδίδει τα δικαστικά έξοδα που καταβλήθηκαν από τον νικήσαντα διάδικο.

Διασυνοριακές διαφορές: Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι όταν η διαφορά αφορά φυσικά ή νομικά πρόσωπα από διάφορα κράτη-μέλη, οι εθνικοί κανόνες που αφορούν το παραδεκτό ή τη νομιμοποίηση των αλλοδαπών ομάδων εναγόντων ή των αντιπροσωπευτικών οντοτήτων που υπάγονται σε άλλα εθνικά νομικά συστήματα να μην εμποδίζουν την άσκηση ενιαίας συλλογικής αγωγής.

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v