Το ύψος των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις φαίνεται πως είναι το μεγαλύτερο «αγκάθι» για την επίτευξη συμφωνίας στο ασφαλιστικό, παρότι κυβερνητικά στελέχη τόνιζαν χθες ότι υπάρχει σημαντική πρόοδος, η οποία και καταγράφεται σε ένα κείμενο το οποίο η κυβέρνηση φιλοδοξεί να έχει οριστικοποιηθεί εντός των επόμενων ημερών.
Το σημαντικότερο πρόσκομμα φαίνεται πως είναι οι επικουρικές συντάξεις, καθώς δεν διαφαίνεται σε τεχνικό επίπεδο συμφωνία στο θέμα της αύξησης των εισφορών, ενώ δύσκολες είναι οι διαπραγματεύσεις και όσον αφορά στους συντελεστές αναπλήρωσης που θα καθορίσουν το τελικό ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης των νέων συνταξιούχων.
Στον αντίποδα, συμφωνία υπάρχει στο ύψος της Εθνικής Σύνταξης στα 384 ευρώ μετά από 20 έτη ασφάλισης, καθώς και στη μείωση του ποσού κατά 2% για κάθε έτος κάτω των 20 και έως την 15ετία, που παραμένει το όριο για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Ήδη οι εκπρόσωποι των δανειστών έχουν αποστείλει εγγράφως τα σημεία με τα οποία συμφωνούν καθώς και αυτά στα οποία υπάρχει ακόμη απόσταση και πλέον στο υπουργείο Εργασίας εκτιμούν ότι μέχρι το τέλος της εβδομάδας είναι πιθανό να υπάρξει συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, οι λεπτομέρειες στα σημεία που έχει καταγραφεί συμφωνία θα περιγράφονται σε ένα τελικό κείμενο. Το θέμα εξετάστηκε στη συνάντηση που έγινε το απόγευμα με τις δυο πλευρές, σύμφωνα με πληροφορίες, να ανανεώνουν το ραντεβού για το Σάββατο.
Την ίδια στιγμή πάντως, οι εκπρόσωποι των θεσμών εμφανίζονται να εγείρουν νέα θέματα, όπως αυτό με τις συντάξεις χηρείας. Αναλυτικά, σύμφωνα με πληροφορίες, οι εκπρόσωποι των δανειστών ζητούν να τεθεί το 57ο έτος ηλικίας ως όριο για τους δικαιούχους σύνταξης χηρείας. Ζητούν δηλαδή (και φαίνεται πως το υπουργείο Εργασίας, προκειμένου να κλειδώσει τη συμφωνία, θα το αποδεχθεί) οι επιζώντες σύζυγοι να δικαιούνται σύνταξη σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, εφόσον είναι από 57 ετών και άνω.
Οι νεότεροι θα λαμβάνουν τη σύνταξη χηρείας μόνο για 3 έτη, ενώ σε περίπτωση ύπαρξης ανήλικων τέκνων η σύνταξη χηρείας θα καταβάλλεται μέχρι την ενηλικίωση των παιδιών, ή σε περίπτωση σπουδών με τη συμπλήρωση του 24ου έτους ηλικίας τους. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι όποιες παρεμβάσεις θα αφορούν τις συντάξεις για θανάτους που θα επέλθουν μετά την ψήφιση του σχετικού σχεδίου νόμου.
Σήμερα, βάσει των αλλαγών που πέρασαν το 2010, ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 70% της σύνταξης του θανόντα. Εφόσον εργάζεται ή συνταξιοδοτείται, το ποσό μειώνεται κατά 50% μετά την πρώτη 3ετία και μέχρι τα 67. Από τα 67 και μετά, το 70% του δικαιούμενου ποσού απομειώνεται κατά 30%. Αν και οι δύο σύζυγοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι και ο επιζών επιλέξει να λάβει τη σύνταξη του θανόντα, τότε τα χρόνια που θα διανύσει από τότε και στο εξής δεν προσμετρώνται ως συντάξιμα για τη δική του σύνταξη.
Μεγάλη απόσταση χωρίζει βέβαια τις δύο πλευρές στο θέμα των επικουρικών συντάξεων, καθώς δεν έχει δοθεί από την ελληνική πλευρά πειστική απάντηση για το πώς θα καλυφθεί το τεράστιο έλλειμμα που παρουσιάζει το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) από το 2018 έως και το 2024 και το οποίο εκτιμάται ότι θα αγγίξει το 1,2 δισ. ευρώ, ακόμη κι αν οι εκπρόσωποι των δανειστών δεχθούν έστω και μερική αύξηση των εισφορών.
Η ελληνική πλευρά πάντως επιμένει πως δεν μπορεί να κάνει άλλη “υποχώρηση” πέραν της πρότασης για μειώσεις έως και 40% στις επικουρικές συντάξεις με δίχτυ ασφαλείας τα 1.400 ευρώ (από κύριες και επικουρικές συντάξεις) και στόχο την εξοικονόμηση 200 εκατ. ευρώ. Οι εκπρόσωποι των δανειστών και κυρίως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εμφανίζεται να επιμένει στην εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, ενώ η κυβέρνηση αντιπροτείνει τον κανόνα βιωσιμότητας, βάσει του οποίου ένα σημαντικό μέρος των ελλειμμάτων μπορεί να καλυφθεί και από την εκποίηση της περιουσίας του ΕΤΕΑ, η οποία εκτιμάται σε 2,5 δισ. ευρώ, ενώ αναμένεται να αυξηθεί, με την ένταξη σε αυτό και των κλάδων εφάπαξ.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και όσον αφορά στους νέους συντελεστές αναπλήρωσης. Οι δανειστές φαίνεται πως συμφωνούν με την ελληνική πρόταση για συντελεστή 0,77% για κάθε έτος μέχρι τη 15ετία από 0,80% της αρχικής πρότασης, καθώς και για συντελεστή 2% για τα έτη από 39,1 μέχρι 42. Παραμένουν βέβαια έντονες οι διαφωνίες για τους ενδιάμεσους συντελεστές, καθώς το τελικό ποσοστό αναπλήρωσης που ζητούν οι θεσμοί δεν ξεπερνά το 40% (για την ανταποδοτική σύνταξη) ενώ η ελληνική πλευρά προτείνει 45%.
«Κλειδωμένες» θεωρούνται και οι εκπτώσεις που έχει προτείνει η κυβέρνηση για τις νέες εισφορές των αγροτών και των ελεύθερων επαγγελματιών, με τις αλλαγές να τρέχουν από το 2017.