Ο κίνδυνος να μείνουν χωρίς ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα χιλιάδες άτομα με αναπηρία που λαμβάνουν κάποιο μη ανταποδοτικό προνοιακό επίδομα, ελλοχεύει από την άρνηση των εκπροσώπων των θεσμών να εγκρίνουν την κυβερνητική πρόταση για τη διευρυμένη πιλοτική εφαρμογή του θεσμού, εντός του Απριλίου.
Συγκεκριμένα, στο στόχαστρο των δανειστών έχουν μπει τα προνοιακά επιδόματα συνολικού κόστους 700 εκατ. ευρώ, που δίνονται σε 182.000 άτομα με αναπηρία.
Πρόκειται για ένα ακόμη "αγκάθι" που δυσχεραίνει την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, καθώς το κουαρτέτο, στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης, θα πρέπει να εγκρίνει την ΚΥΑ που καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις έναρξης της διαδικασίας καταβολής του επιδόματος.
Όπως αποκάλυψε χθες η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου, αν και η κυβέρνηση έχει καταθέσει την πρότασή της προς τους επικεφαλής του κουαρτέτου των θεσμών από τις αρχές Φεβρουαρίου, με στόχο την εφαρμογή της διευρυμένης πιλοτικής εφαρμογής του σε 30 δήμους, εντός Απριλίου, οι δανειστές και κυρίως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν απαντούν στην ελληνική πρόταση, με αποτέλεσμα η έναρξη να καθυστερεί.
Μάλιστα, αρμόδια στελέχη στο υπουργείο Εργασίας εκτιμούν πως πλέον, ακόμη κι αν υπάρξει συμφωνία εντός της ερχόμενης εβδομάδας, η καταβολή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, όπως έχει μετονομαστεί, θα ξεκινήσει τον Ιούλιο.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, το μεγαλύτερο πρόσκομμα στη μνημονιακή δέσμευση της Ελλάδας για επέκταση της πιλοτικής εφαρμογής του θεσμού είναι το αίτημα των δανειστών να συμπεριληφθούν στα εισοδηματικά κριτήρια βάσει των οποίων θα καταβάλλεται το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, τα αναπηρικά, μη ανταποδοτικού χαρακτήρα επιδόματα που δίνονται στα ΑΜεΑ.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι επισημαίνουν πως οι δανειστές έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει πως το κόστος για την πληρωμή των αναπηρικών επιδομάτων, περίπου 700 εκατ. ευρώ τον χρόνο, είναι σημαντικά υψηλό. Εκτιμούν δε, ότι στο πλαίσιο της υποχρέωσης που απορρέει από το 3ο Μνημόνιο για πλήρη αναδιάρθρωση της προνοιακής πολιτικής, με στόχο την εξοικονόμηση 0,5% του ΑΕΠ, ήτοι 900 εκατ. ευρώ, για να εφαρμοστεί το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, τα προνοιακά επιδόματα θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο.
Το υπουργείο Εργασίας επιμένει ότι εντός του 2016 δεν προτίθεται να ανοίξει τα χαρτιά του, καθώς θα πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί η μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, να υπάρξει πλήρης καταγραφή των δικαιούχων και των επιδομάτων καθώς και εξορθολογισμός στο διοικητικό και διαχειριστικό κόστος.
Παράλληλα, οι εκπρόσωποι των δανειστών ζητούν από την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας εντός του 2016 να διοχετευθούν περισσότερα κεφάλαια στην εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και λιγότερα στα μέτρα ενάντια στην Ανθρωπιστική Κρίση (κάρτα σίτισης, επιδότηση ρεύματος και επιδότηση ενοικίου), θεωρώντας ότι έτσι θα γίνει πιο εύκολη η μετάβαση στην καθολική εφαρμογή του θεσμού, ενώ αντιδράσεις υπήρξαν και για το γεγονός ότι ένα μέρος (πιθανότατα το 50% της παροχής) θα δίνεται μέσω προπληρωμένης κάρτας.
Να σημειωθεί ότι, ήδη, από τα πρώτα ευρήματα της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία έχει αναλάβει και την αξιολόγηση της πρώτης πιλοτικής εφαρμογής του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 200 επιδόματα, εκ των οποίων τα 165 βρίσκονται σε ισχύ. Μάλιστα, στην έκθεση διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα δαπανά μόλις το 2,2% του ΑΕΠ της για προνοιακή πολιτική, όταν ο κοινοτικός μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 είναι 4,4%.
Βάσει του κυβερνητικού σχεδιασμού, το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης θα καταβληθεί εντός του 2017 σε 350.000 με 400.000 νοικοκυριά και περίπου 700.000 ωφελουμένους.
Η δεύτερη, διευρυμένη φάση του πιλοτικού προγράμματος θα αφορά στην καταβολή του Εισοδήματος σε 40.000 οικογένειες, ήτοι περίπου 70.000 δικαιούχους και θα έχει κόστος 80 εκατ. ευρώ.
Για κάθε μεμονωμένο ενήλικα θα είναι 200 ευρώ τον μήνα, εφόσον δεν έχει άλλη πηγή εσόδων. Για κάθε επιπλέον ενήλικα σε ένα νοικοκυριό θα καταβάλλονται ακόμη 100 ευρώ, ενώ για κάθε ανήλικο μέλος επιπλέον 50 ευρώ.