Με δάνεια από την οικογένεια και φίλους, αλλά και με μεταχρονολογημένες επιταγές χρηματοδοτούνται οι ελληνικές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αφού η πρόσβαση σε (εξωτερική) χρηματοδότηση παραμένει από δύσκολη έως αδύνατη για πολλές επιχειρήσεις.
Αυτό προκύπτει από την έρευνα SAFE (Survey on the access to finance of enterprises) για την πρόσβαση των επιχειρήσεων στις πηγές χρηματοδότησης, που παρουσιάζεται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία οι εμπορικές πιστώσεις αποτελούν τον ευρύτερα διαδεδομένο τρόπο χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Δηλαδή η πληρωμή των προμηθευτών της επιχείρησης σε μεταγενέστερη συμφωνημένη ημερομηνία, συνήθως 30, 60 ή 90 ημέρες μετά την παραλαβή των αγαθών ή υπηρεσιών που αγοράστηκαν.
Για του λόγου το αληθές το 63% των επιχειρήσεων απάντησε ότι χρηματοδοτήθηκε μέσω εμπορικών πιστώσεων την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2015. Επίσης οι ανάγκες για εμπορικές πιστώσεις έγιναν συχνότερες, αφού το μέσο καθαρό ποσοστό επιχειρήσεων που ανέφερε αύξηση αναγκών την εξεταζόμενη περίοδο άγγιξε το 36%, από 32% την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2014 αλλά 40% την αντίστοιχη περίοδο του 2012.
Ο δεύτερος πιο προσφιλής τρόπος χρηματοδότησης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ήταν η λήψη είτε κανονικού είτε συγχρηματοδοτούμενου (από δημόσιους πόρους) τραπεζικού δανείου, δηλαδή πίστωσης με καθορισμένη διάρκεια και δεδομένο ύψος εξ αρχής (53% και 49% αντιστοίχως). Έπεται ο βραχυπρόθεσμος τραπεζικός δανεισμός και οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) (31%), η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (27%), η εσωτερική χρηματοδότηση και τα λοιπά μη τραπεζικά δάνεια, από την οικογένεια, τους φίλους, μετόχους (17%) και τέλος η πρακτορεία απαιτήσεων (factoring, 15%).
Αδυναμία χρηματοδότησης μέσω του τραπεζικού συστήματος
Από την πλευρά της προσφοράς εξωτερικής χρηματοδότησης, ολοένα περισσότερες επιχειρήσεις ανέφεραν μειώσεις της διαθεσιμότητας τραπεζικών πιστώσεων, με τη μορφή δανείων ή τραπεζικών υπεραναλήψεων και πιστωτικών γραμμών.
Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας το μέσο καθαρό ποσοστό επιχειρήσεων που απάντησε ότι μειώθηκε η διαθεσιμότητα τραπεζικών πιστώσεων κατά την εξεταζόμενη περίοδο άγγιξε το -29%, έναντι -19% την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2014. Όμως, παρά την πρόσφατη επιδείνωσή της, η συχνότητα αναφορών από τις επιχειρήσεις μειώσεων της διαθεσιμότητας τραπεζικής χρηματοδότησης δεν προσεγγίζει το δυσμενές επίπεδο της περιόδου Απριλίου- Σεπτεμβρίου 2012 (-61%).
Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και η συχνότητα αναφορών σε περιορισμούς της διαθεσιμότητας εμπορικών πιστώσεων, η πρόσφατη επιδείνωση της οποίας ήταν όμως αρκετά εντονότερη (μέσο καθαρό ποσοστό επιχειρήσεων που ανέφερε ότι μειώθηκε η διαθεσιμότητα εμπορικών πιστώσεων κατά την εξεταζόμενη περίοδο: -40%, έναντι -17% την περίοδο Απριλίου- Σεπτεμβρίου 2014 αλλά -56% την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2012).
Αυτό πιθανόν αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η επιβολή των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα στα μέσα του 2015 δυσχέρανε για διάφορους λόγους τη διακίνηση των μεταχρονολογημένων επιταγών ως μέσου εμπορικών πιστώσεων και την αποδοχή τους από τους επιχειρηματίες-πιστωτές.
Σημαντική επιδείνωση σημείωσε και η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε προγράμματα χρηματοδότησης από δημόσιους φορείς (-60% από -36%), εύρημα το οποίο, όπως αναφέρεται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι συνεπές με το γεγονός ότι η απορρόφηση των προγραμμάτων του ΕΤΕΑΝ και της ΕΤΕπ υποδιπλασιάστηκε το 2015 έναντι του 2014.
Την ίδια στιγμή για πολλές επιχειρήσεις στην Ελλάδα η λήψη τραπεζικών δανείων δεν αποτελεί πηγή χρηματοδότησης.
Παρότι πολλές επιχειρήσεις ανέφεραν κατά την εξεταζόμενη περίοδο ότι απλώς δεν χρειάζονταν τραπεζικό δάνειο (44% του δείγματος, έναντι 35% την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2014), αρκετές άλλες υποστήριξαν ότι κανένα τραπεζικό δάνειο δεν ήταν διαθέσιμο προς αυτές (22%, έναντι 23% την περίοδο Απριλίου- Σεπτεμβρίου 2014).
Επιπλέον, το 21% των επιχειρήσεων (έναντι 26% την περίοδο Απριλίου- Σεπτεμβρίου 2014) ανέφερε ότι το κόστος των δανείων ήταν απαγορευτικό, ενώ το 8% των επιχειρήσεων (έναντι 6% την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2014) ανέφερε την έλλειψη επαρκών εξασφαλίσεων ή εγγυήσεων ως βασική αιτία για την οποία δεν χρησιμοποιεί τραπεζικά δάνεια ως πηγή χρηματοδότησης.