Υπέρ της αύξησης των εργοδοτικών εισφορών, αλλά υπό προϋποθέσεις, και κατά της επιβολής τέλους στις τραπεζικές συναλλαγές τάσσεται η ΕΣΕΕ. Η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας θεωρεί ότι η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών συνολικά κατά μία μονάδα (σ.σ. η κυβέρνηση προτείνει αύξηση κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα) με επιμερισμό 50-50 σε εργοδότες και εργαζόμενους και με ημερομηνία λήξης το τέλος του 2018, είναι η λιγότερο επώδυνη λύση και η καλύτερα μετρήσιμη επιβάρυνση, στο όνομα της επιβίωσης του ασφαλιστικού συστήματος. Ωστόσο στελέχη της, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρός της κ. Βασίλης Κορκίδης, δεν κρύβουν την ανησυχία τους ότι στο τέλος μπορεί να υπάρξει η επιβολή ενός συνδυασμού και των δύο επιλογών.
Κατά τον κ. Κορκίδη, ο οποίος μαζί με τους εκπροσώπους του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ και του ΣΕΤΕ, πρόκειται να συναντηθούν σήμερα Πέμπτη στις 11 το πρωί στο Μέγαρο Μαξίμου με τον πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα για το ασφαλιστικό, "προτεραιότητα όλων των κοινωνικών εταίρων πρέπει να είναι η διάσωση των συντάξεων, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού και κυρίως ο σεβασμός στη διαδοχή των γενεών".
Ο ίδιος δε εκτιμά πως η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών είναι μάλλον πιο πιθανό να πραγματοποιηθεί παρά τις πρώτες αντιδράσεις των θεσμών σε κάθε προσπάθεια αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών, ιδιαίτερα αν δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένα συμπληρωματικά μέτρα αντιστάθμισης της απώλειας ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων εξαιτίας των ήδη αυξημένων εισφορών. Σύμφωνα με τον ίδιο, ενδέχεται τελικά οι δανειστές να υποχωρήσουν και να δεχθούν συνολικά την αύξηση μιας μονάδας, για αύξηση των εσόδων κατά 250 εκατ. ευρώ, όμως για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια τριών ετών και στο όνομα της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
Πάντως, η ΕΣΕΕ, όπως και όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις, έχουν προειδοποιήσει ότι το ενδεχόμενο αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες θα μειώσει κατά 2% τον καθαρό μισθό, θα αυξήσει κατά 3,7% το συνολικό εργατικό κόστος και θα διογκώσει τη «μαύρη» εργασία και την ανεργία κατά 2,7%, χωρίς να καταφέρει να εξασφαλίσει τους στόχους των εσόδων από εισφορές.
Βάσει των τελευταίων διαθέσιμων στοιχείων του δείκτη μισθών της ΕΛΣΤΑΤ, η ετήσια επιβάρυνση του συνολικού μισθολογικού κόστους στον ιδιωτικό τομέα με αύξηση 1% των ασφαλιστικών εισφορών (0,5% των εργοδοτών και 0,5% των εργαζομένων) υπολογίζεται στα 330 εκατ. ευρώ, ενώ αν αυξηθούν οι εισφορές 1,5% (1% των εργοδοτών και 0,5% των εργαζομένων), η ετήσια επιβάρυνση υπολογίζεται σε περίπου 460 εκατ. ευρώ.
Αν και η ΕΣΕΕ είναι ανοικτή στη συζήτηση για αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, εμφανίζεται κάθετα αντίθετη στο ενδεχόμενο επιβολής τέλους στις τραπεζικές συναλλαγές, διότι όπως υποστηρίζει κάτι τέτοιο θα επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στην οικονομία.
Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, μια τέτοια απόφαση θα λειτουργήσει αντίρροπα προς την πρόθεση για αύξηση των συναλλαγών μέσω του τραπεζικού συστήματος και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Την ίδια ώρα θα ενισχύσει την παραοικονομία αφού θα επιβαρύνει επιπλέον τις τραπεζικές συναλλαγές σε καθημερινή βάση. Η ίδια χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο μέτρο ως «φόρο υπέρ τρίτων», ενώ σημειώνει πως δεν έχει ακόμα καταστεί σαφές αν η επιβολή του τέλους θα αφορά όλες τις συναλλαγές (π.χ. ανάληψη από τα ΑΤΜ, internet banking κ.λπ.) ή όχι.
Σε ό,τι αφορά στο εναλλακτικό σενάριο επιπλέον επιβάρυνσης στις τραπεζικές ηλεκτρονικές συναλλαγές μέσω επιβολής τέλους, η ΕΣΕΕ υποστηρίζει πως στο σύνολο της οικονομίας η επιβολή ενός τέτοιου τέλους θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα, έτσι ώστε να καλυφθούν χρηματοδοτικές ανάγκες χωρίς να χρειαστεί να κοπούν κύριες συντάξεις, αλλά όπως σημειώνει, όπου εφαρμόστηκε το συγκεκριμένο μέτρο δημιούργησε πτώση των φορολογικών εσόδων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εργοδοτικοί εταίροι δεν τάσσονται ενάντια στην κλιμακωτή αύξηση των εισφορών ανάλογα με το εισόδημα.