Θετικά υποδέχονται οι διοικήσεις των τραπεζών τη δημιουργία μίας δευτερογενούς αγοράς για τα NPLs και εμφανίζονται έτοιμες να εκχωρήσουν με μαζικό τρόπο τη διαχείριση, ενώ τονίζουν ότι η πώληση κόκκινων δανείων αποτελεί το δεύτερο βήμα, όταν και εφόσον «τσιμπήσουν» προς τα πάνω οι τιμές που προσφέρουν τα ξένα funds.
Αυτό που προέχει στην παρούσα φάση είναι η ενεργή διαχείριση των κόκκινων δανείων, αναφέρουν στο Euro2day.gr και προσθέτουν ότι «για να δημιουργηθεί με ουσιαστικό και σοβαρό τρόπο η δευτερογενής αγορά NPLs, με πράξεις πώλησης, αρχής γενομένης από τα επιχειρηματικά, πρέπει πρώτα να στηθούν οι υποδομές της διαχείρισης».
Κι εδώ έρχεται το πολυνομοσχέδιο που ψηφίζεται σήμερα από τη Βουλή, να ορίσει το πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς διαχείρισης/μεταβίβασης των κόκκινων δανείων, ανοίγοντας τον δρόμο για την αδειοδότηση των εταιρειών που θα αναλάβουν να διαχειρισθούν με ενεργό τρόπο τα κόκκινα δάνεια.
Τρεις χωράει η αγορά
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, το μέγεθος της ελληνικής αγοράς των κόκκινων δανείων, μολονότι σε απόλυτο ποσό είναι μεγάλο, διαμορφώνεται στα 110 δισ. ευρώ, δεν δικαιολογεί περισσότερες από τρεις ξένες εταιρείες.
«Στην Ισπανία, όπου τα μεγέθη των κόκκινων δανείων είναι πολλαπλάσια σε σχέση με τα ελληνικά, λειτούργησαν τα τελευταία χρόνια 10 εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων καθώς το κόστος της επένδυσης/υποδομής είναι ιδιαίτερα υψηλό», αναφέρει στο Euro2day.gr υψηλόβαθμο στέλεχος τράπεζας.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι πέραν της ισπανικής Aktua, η οποία έχει ήδη συνάψει συνεργασία με τον όμιλο της Alpha Bank και ετοιμάζεται να συνεργασθεί και με τη Eurobank, στην Αθήνα βρίσκονται στελέχη της Fortress και του fund Apollo.
Πιο επιθετική αναμένεται να είναι η πολιτική που θα ακολουθήσουν οι τράπεζες στα κόκκινα δάνεια των μεγάλων επιχειρήσεων, για τα οποία θα προκριθεί η πώλησή τους. Σε αυτό το κομμάτι της αγοράς δυναμικό παρών εκτιμάται ότι θα δώσει το KKR.
Ευελιξία λύσεων
Ελλείψει του απαραίτητου θεσμικού πλαισίου όσον αφορά όλες τις δυνατές λύσεις που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να προσφέρουν όλο το μπουκέτο των επιλογών και το εμπόδιο πλέον, όπως εξηγούν τραπεζικές πηγές, αίρεται μέσω των ξένων εταιρειών διαχείρισης των κόκκινων δανείων.
Μεταξύ των λύσεων συμπεριλαμβάνεται το Sale & Lease back του ακινήτου, δηλαδή την πώλησή του στην τράπεζα και την επαναμίσθωσή του από τον δανειολήπτη. Επίσης, δεν υπάρχει θεσμικό και νομικό πλαίσιο για την πληρωμή ενός συμβολικού ενοικίου στην τράπεζα, χωρίς ο δανειολήπτης να παραχωρεί την κυριότητα του ακινήτου.
Οι ξένες εταιρείες-διαχειριστές, από τη φύση της νομικής τους ύπαρξης, έχουν τη δυνατότητα, εφόσον αποκτήσουν τη διαχείριση ενός επισφαλούς στεγαστικού δανείου, να καλέσουν τον δανειολήπτη και να του προσφέρουν τις λύσεις-ρυθμίσεις που προβλέπονται στον Κώδικα δεοντολογίας.
«Οι ξένοι διαχειριστές διαθέτουν τη δυνατότητα να δώσουν αυτού του τύπου τις λύσεις. Οι πλέον εξειδικευμένες εταιρείες στην Ευρώπη είναι οι ισπανικές, οι οποίες διαχειρίσθηκαν δεκάδες χιλιάδες ακίνητα με επισφαλή δάνεια κατά την πρόσφατη τραπεζική κρίση στην Ισπανία», αναφέρουν.
Αντίθετα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στον δανειολήπτη την επιμήκυνση της αποπληρωμής του δανείου, τη μείωση της μηνιαίας δόσης, τη μείωση του επιτοκίου και το πάγωμα του δανείου σε δύο μέρη, εκ των οποίων το ένα θα παγώνει για 5 έως και 10 χρόνια.
Εμπόδιο η τιμή
Σε ό,τι αφορά στην πώληση κόκκινων δανείων σε ξένα funds, τραπεζικές πηγές αναφέρουν ότι η πολιτική αναμένεται να είναι διαφορετική ανά τράπεζα. Αιχμή στη στρατηγική της πώλησης θα είναι, αναμφίβολα, τα μεγάλα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία θα ομαδοποιηθούν ανά κλάδο (ξενοδοχεία, ακτοπλοΐα κ.ά.) και εν συνεχεία θα βγουν προς πώληση.
Ωστόσο, αγκάθι αποτελεί ακόμη η τιμή. Κι αυτό διότι τα ξένα funds προσφέρουν, επί του παρόντος, εξευτελιστικές τιμές, μόλις 30-40 σεντς για κάθε ένα ευρώ. Οι τιμές πέφτουν κατακόρυφα στις κατηγορίες των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων.
«Ας ξεκινήσουμε με τη διαχείριση και εν συνεχεία, εφόσον οι συνθήκες της οικονομίας βελτιωθούν, τότε και οι τιμές αγοράς από τα ξένα funds θα αυξηθούν», αναφέρει ο συνομιλητής μας. Ωστόσο, η κάθε τράπεζα αναμένεται να ακολουθήσει διαφορετική πολιτική, ανάλογα με το μέγεθος των κόκκινων δανείων που διαθέτει στο χαρτοφυλάκιό της.