Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Eurobank: Οι πληθωριστικές επιδράσεις του ευρώ

Μελέτη για την αντίληψη των νοικοκυριών αναφορικά με την επίδραση της έλευσης του ευρώ στον πληθωρισμό εξέδωσε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG. Πιο έντονη η απαισιοδοξία των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό σε Ελλάδα αλλά και σε ευρωζώνη από το 2002 και μετά, με την εισαγωγή του ευρώ σε φυσική μορφή.

Eurobank: Οι πληθωριστικές επιδράσεις του ευρώ
Μελέτη για την αντίληψη των νοικοκυριών αναφορικά με την επίδραση της έλευσης του ευρώ στον πληθωρισμό εξέδωσε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG, στο πλαίσιο της τακτικής έκδοσης ”Οικονομία και Αγορές”.

Η μελέτη εξετάζει την επίδραση του ευρώ στις αντιλήψεις των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό και τη σχέση των αντιλήψεων με τον πραγματικό πληθωρισμό.

Το άρθρο επιμελήθηκε ο οικονομικός σύμβουλος του ομίλου, καθηγητής, κ. Γκίκας Χαρδούβελης, σε συνεργασία με τις οικονομικές αναλύτριες, κ. Έλενα Σιμιντζή και Όλγα Κοσμά.

Κίνητρο για τη μελέτη είναι η διάχυτη δυσφορία του κόσμου ότι το ευρώ είναι υπεύθυνο για την ”ακρίβεια” που τον ταλαιπωρεί και πλήττει το εισόδημά του. Στο άρθρο περιγράφεται η διαχρονική εξέλιξη των αντιλήψεων των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό και εξετάζεται αν αυτές έχουν επιδεινωθεί μετά την είσοδο του ευρώ.

Στη συνέχεια, αναλύεται η σχέση των αντιλήψεων για τον πληθωρισμό με τον πραγματικό πληθωρισμό, δηλαδή εξετάζεται αν τα νοικοκυριά παρακολουθούν σωστά τις μεταβολές στις τιμές και αν η σχέση αυτή έχει διαφοροποιηθεί μετά την υιοθέτηση του ευρώ σε φυσική μορφή την 1η/1/2002. Η ανάλυση γίνεται για την Ελλάδα, την ευρωζώνη καθώς και για την ομάδα των τριών χωρών της Ε.Ε.-15 που διατήρησαν τα εθνικά τους νομίσματα.

Οι αντιλήψεις των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό προέρχονται από μηνιαίο ερωτηματολόγιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα νοικοκυριά των επιμέρους κρατών-μελών της, το οποίο έχει παραμείνει αναλλοίωτο από το 1985 έως σήμερα.

Τα νοικοκυριά απαντούν για το πώς θεωρούν ότι εξελίχθηκαν οι τιμές τους τελευταίους 12 μήνες: Αν ανέβηκαν πολύ, ανέβηκαν λίγο, παρέμειναν σταθερές ή έπεσαν. Από τις απαντήσεις τους προκύπτει ένα σταθμικό ισοζύγιο, που περιγράφει τη διαφορά στα ποσοστά των νοικοκυριών τα οποία είδαν τις τιμές να ανεβαίνουν από αυτά που είδαν τις τιμές να κατεβαίνουν. Ο δείκτης, συνεπώς, μετράει τις μέσες αντιλήψεις στην κάθε χώρα για τον πληθωρισμό.

Αύξηση του δείκτη σε κάποιο μήνα σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα σημαίνει ότι περισσότερα νοικοκυριά, που ερωτήθηκαν τον μήνα αυτό, είδαν τις τιμές το προηγούμενο 12μηνο να ανεβαίνουν.

Επίσης, ο συστηματικός τρόπος πραγματοποίησης της έρευνας από το 1985 καθιστά εφικτή τη σύγκριση των αντιλήψεων των νοικοκυριών για την πορεία του πληθωρισμού την περίοδο πριν από την εισαγωγή του ευρώ με την περίοδο μετά την εισαγωγή του.

Ο δείκτης αυτός για την Ελλάδα είναι θετικός για όλη την περίοδο από το 1985 έως σήμερα, καθρεφτίζοντας την απαισιοδοξία των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό. Η απαισιοδοξία των νοικοκυριών γίνεται ιδιαίτερα έντονη από το 2002 και μετά, με την είσοδο δηλαδή του ευρώ σε φυσική μορφή.

Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει ο δείκτης των αντιλήψεων των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό μετά την εισαγωγή του ευρώ και στην ευρωζώνη. Τα νοικοκυριά που αντιλαμβάνονται αύξηση των τιμών αυξάνονται απότομα μετά το 2002.

Αντίθετα, η πλειονότητα των νοικοκυριών στις χώρες της Ε.Ε.-15 εκτός ευρωζώνης θεωρεί ότι οι τιμές κινούνται σταθεροποιητικά ή πτωτικά.

Η διαφοροποίηση στον δείκτη των αντιλήψεων των νοικοκυριών μετά την έλευση του ευρώ θα μπορούσε να οφείλεται στη διαφορετική τροχιά του πληθωρισμού στις διάφορες χώρες και όχι στο νόμισμα.

Συνεπώς, η μελέτη πραγματεύεται, στη συνέχεια, τη σχέση μεταξύ αντιλήψεων και πληθωρισμού. Η σχέση αυτή περιμένουμε να είναι θετική, που σημαίνει ότι τα νοικοκυριά παρακολουθούν σωστά τις εξελίξεις στις τιμές.

Πράγματι, η αντίληψη των νοικοκυριών για τον πληθωρισμό των προηγούμενων μηνών συμβαδίζει με την πορεία του πραγματικού πληθωρισμού την περίοδο πριν από την είσοδο στην ΟΝΕ.

Δηλαδή, εποχές που ο πραγματικός πληθωρισμός αυξάνεται είναι και εποχές που οι αντιλήψεις για το ύψος του πληθωρισμού επίσης αυξάνονται. Αντίθετα, μετά την 1η/1/2002 ο δείκτης των αντιλήψεων των νοικοκυριών αυξάνεται δραματικά, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει σχεδόν σταθερός, τόσο στην Ελλάδα όσο και την ευρωζώνη. Καταστρέφεται η θετική σχέση στις διακυμάνσεις του πληθωρισμού και των αντιλήψεων για τον πληθωρισμό.

Πέραν της γραφικής ανάλυσης, το παραπάνω συμπέρασμα επιβεβαιώθηκε και με τον υπολογισμό των συσχετίσεων των δύο μεγεθών καθώς και με τη διεξαγωγή πιο αυστηρής οικονομετρικής ανάλυσης.

Έτσι, η συσχέτιση μεταξύ αντιλήψεων για τον πληθωρισμό και πληθωρισμού για την Ελλάδα ήταν θετική, ρ = 0,57, την περίοδο 1/1985 - 12/2000 και αρνητική και μη στατιστικά σημαντική (ρ = -0,41) την περίοδο 1/2002 - 5/2007. Το αντίστοιχο μέγεθος για την ευρωζώνη ήταν κοντά στη μονάδα πριν από το 1999 και σχεδόν μηδέν μετά την 1η/1/2002. Αντίθετα, στις τρεις χώρες που δεν υιοθέτησαν το ευρώ (Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία) η συσχέτιση παραμένει θετική και ισχυρή και μετά την 1η/1/2002, ρ = 0,60.

Η οικονομετρική ανάλυση επιβεβαιώνει τις παραπάνω συσχετίσεις. Σύμφωνα με την οικονομετρική ανάλυση, τα ελληνικά νοικοκυριά την περίοδο πριν από την ΟΝΕ επηρεάζονταν από τον πραγματικό πληθωρισμό όταν απαντούσαν στην έρευνα για το πώς αυτός διαμορφώθηκε τους τελευταίους 12 μήνες.

Συγκεκριμένα, μια αύξηση του ετήσιου πληθωρισμού της τάξεως του 1% τους τελευταίους 12 μήνες οδηγούσε σε αύξηση του δείκτη των αντιλήψεων κατά 0,23 μονάδες. Όμως, το οικονομετρικό υπόδειγμα δείχνει ότι η σχέση αυτή καταστράφηκε μετά την 1η Ιανουαρίου 2002. Σύμφωνα με το υπόδειγμα αυτό, παρόμοια συμπεριφορά έχουν και τα νοικοκυριά στην ευρωζώνη.

Η διατάραξη μετά την 1η/1/2002 του τρόπου που αντιλαμβάνονται τα νοικοκυριά τον πληθωρισμό των τελευταίων 12 μηνών, η οποία δεν δικαιολογείται από την πορεία του πραγματικού πληθωρισμού, μπορεί να αποδοθεί στο νέο νόμισμα.

Η αιτιώδης αυτή σχέση μεταξύ ευρώ και επιδείνωσης των αντιλήψεων επιβεβαιώνεται από τη διαφοροποίηση των συμπερασμάτων για τις χώρες της Ε.Ε.-15 εκτός ευρωζώνης. Για την ομάδα των χωρών αυτών, ο συντελεστής που συνδέει τις αντιλήψεις των νοικοκυριών με τον πληθωρισμό αυξάνεται από το -0,17 την περίοδο 1990 - 1998 στο 1,10 την περίοδο μετά το 2002.

Στην τελευταία ενότητα της μελέτης εξετάζεται αν κάποια κατηγορία ειδών που περιλαμβάνονται στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) επηρεάζει περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά τη διαμόρφωση των αντιλήψεών τους για τον πληθωρισμό.

Πράγματι, την περίοδο πριν από την είσοδο του ευρώ οι αντιλήψεις των νοικοκυριών επηρεάζονται περισσότερο από αγαθά πρώτης ανάγκης. Μετά το 2002 η σχέση αυτή καταστρέφεται.

Συμπερασματικά, το ίδιο το ευρώ φαίνεται να είναι η αιτία για την επιδείνωση των αντιλήψεων των νοικοκυριών μετά την 1η/1/2002 τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρωζώνη, αφού η απαισιοδοξία περιορίζεται μόνο στις χώρες αυτές και δεν εμφανίζεται στις χώρες που διατήρησαν τα εθνικά τους νομίσματα.

Η σύγχυση των νοικοκυριών, που φαίνεται να προκάλεσε το ευρώ, πιθανόν να έχει αντίκτυπο στον οικονομικό προγραμματισμό τους. Η λανθασμένη αντίληψη των νοικοκυριών για τις μεταβολές των τιμών είναι δυνατόν να οδηγεί σε λανθασμένη κατανομή των δαπανών τους καθώς και σε αυξημένη αβεβαιότητα ως προς την επάρκεια του εισοδήματός τους. Αυτά είναι ζητήματα προς περαιτέρω διερεύνηση.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v