Μετά από τρεις εβδομάδες μαχών για τις λέξεις και την πολιτική διάσταση της διαπραγμάτευσης, είναι προφανές ότι έρχεται για την κυβέρνηση η πιο δύσκολη ώρα, αυτή των αριθμών.
Όπως γνωστοποιήθηκε χθες στο πλαίσιο του Eurogroup, η ελληνική κυβέρνηση καλείται σε συνεργασία με τους θεσμούς όχι απλώς να παρουσιάσει τις νέες μεταρρυθμίσεις που έχει προτείνει ή οραματίζεται, αλλά και να τις εντάξει στο πλαίσιο του συνολικού προγράμματος, και να αποδείξει ότι καλύπτονται οι απαιτήσεις σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό κενό (που ασφαλώς έχει μεγαλώσει τους τελευταίους μήνες) και τους στόχους που θα τεθούν για το πρωτογενές πλεόνασμα, τουλάχιστον του 2015.
Κάθε αλλαγή σε σχέση με το υφιστάμενο μνημόνιο πρέπει να είναι πλήρως κοστολογημένη και να καλύπτεται από ισοδύναμα, ενώ για να υπάρξει έστω και μερική εκταμίευση της τελευταίας δόσης, θα πρέπει να έχει ξεκινήσει και η εφαρμογή των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων.
Κοινώς, μπορεί οι ελληνικές προτάσεις να έγιναν «πολιτικά αποδεκτές» όπως λέει το Μαξίμου (σημειώνοντας ότι θα υπάρξουν κι άλλες πολλές), πλην όμως για να γίνουν ουσιαστικά αποδεκτές, στην πράξη, θα πρέπει να βγαίνουν οι αριθμοί.
Η διαδικασία αυτή, που θα μπορούσε να περιγραφεί «πρώτα συμφωνία για όλο το πακέτο, μετά μερική εφαρμογή και μετά δόση της... δόσης», ξεκινά αύριο, αλλά ουδείς γνωρίζει πότε θα ολοκληρωθεί, ενώ την ίδια ώρα η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας.
Ο κ. Βαρουφάκης είπε χθες ότι θα γίνει αγώνας ώστε να ολοκληρωθεί πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 20ής Απριλίου, ενώ το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς θα αντέξει ως τότε χρηματοδοτικά η χώρα.
Το κλειδί της ελληνικής ρευστότητας (με δεδομένο ότι δεν θα υπάρξει σύντομα εκταμίευση έστω και μέρους της τελευταίας δόσης) το κρατά ο κ. Ντράγκι της ΕΚΤ, η οποία ελέγχει τη στρόφιγγα του ELA, το waiver για τα ελληνικά ομόλογα, αλλά και το ενδεχόμενο αύξησης του πλαφόν για τις αγορές ελληνικών εντόκων γραμματίων από τις τράπεζες. Όμως ουδείς, περιλαμβανομένου και του λαλίστατου συνήθως Γιάνη Βαρουφάκη, έδωσε σαφή απάντηση για το πότε και με ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε η ΕΚΤ να δώσει ανάσα στην Ελλάδα.
Ορισμένοι παρατηρητές εκτιμούν ότι εφόσον οι επαφές με τους θεσμούς μπουν σε καλό δρόμο, η ΕΚΤ θα μπορούσε να τείνει χείρα βοηθείας, χρησιμοποιώντας τα παραπάνω όπλα, ωστόσο πρόκειται για εκτίμηση και όχι για βεβαιότητα.
Το βέβαιο είναι ότι η απειλή της χρηματοοικονομικής ασφυξίας θα συνοδεύει την κυβέρνηση για όσο διάστημα κρίνουν οι εταίροι ότι πρέπει το λουρί να είναι σφικτό, προξενώντας σοβαρές παρενέργειες στην οικονομία και σύροντάς τη σε νέες δεσμεύσεις.
Παράγοντες δε της αγοράς εκτιμούν ότι παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να δώσει έμφαση σε μεταρρυθμίσεις που δεν έχουν πολιτικές επιπτώσεις στο εσωτερικό (φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή, τζόγος κ.λπ.) πάρα πολύ σύντομα θα υποχρεωθεί να δεσμευτεί και σε άλλους περισσότερο επώδυνους για εκείνη τομείς (όπως οι αποκρατικοποιήσεις, οι αυξήσεις στο ΦΠΑ κ.ά.), λαμβάνοντας ενδεχομένως και πρόσθετα μέτρα, προκειμένου να πιαστούν οι στόχοι της νέας εκδοχής του ελληνικού προγράμματος.
Και τότε θα προκύψει εκ νέου το θέμα του εσωτερικού μετώπου, για τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης, με τον πρώτο λόγο στην αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ.