Δεν υπάρχει καμία λογική στην έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, υποστηρίζει ο Moritz Kraemer, Chief Rating Officer της Standard & Poor’s, δηλώνοντας επίσης ότι δεν αποκλείει μία συμβιβαστική λύση με την ΕΚΤ για τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πιθανολογούμενο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Bloomberg είπε:«Τα ελληνικά ομόλογα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αξιολόγησης. Εάν (η χώρα) βρίσκεται σε πρόγραμμα μπορούν να περιληφθούν σε ό,τι αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας της ΕΚΤ. Μένει να αποδειχθεί ποια λύση θα βρεθεί σε αυτό το συγκεκριμένο θέμα και βεβαίως όλοι περιμένουμε το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών και νομίζω ότι πολλά θα αποφασιστούν μετά τις εκλογές. Αυτή τη στιγμή δεν είναι καθόλου ορατό τι κυβέρνηση θα ανακύψει και επίσης δεν ξέρουμε ποια θα είναι η διαπραγματευτική στάση και των δύο πλευρών. Τώρα βλέπουμε αδιάλλακτη στάση και από τα δύο μέρη, αλλά πολύ συχνά από τη στιγμή που θα αναλάβει η νέα κυβέρνηση, η οποία ακούγεται αρκετά ριζοσπαστική, θα πρέπει και εκείνη να βρει λύσεις. Έτσι, μπορεί να υπάρξει ένας συμβιβασμός που να περιλαμβάνει και την Ελλάδα. Τα κριτήρια, όμως, θα καθοριστούν από την ΕΚΤ και ίσως μάθουμε κάτι την Πέμπτη, αν και δεν αποκλείω να ακούσουμε ότι προχωράμε επί της αρχής, αλλά οι λεπτομέρειες θα ανακοινωθούν στη συνέχεια».
Ερωτηθείς για το μείζον θέμα του ελληνικού χρέους και τα σενάρια περί διαγραφής, ο κ. Kraemer απάντησε: «Χρειάζεται να θυμόμαστε ότι το χρέος είναι αχανές, αλλά δεν είναι πολύ ακριβό πλέον να εξυπηρετηθεί, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται στα χέρια επίσημων πιστωτών». Επίσης συμπλήρωσε: «Τώρα η Ελλάδα έχει πρωτογενές πλεόνασμα, παρά τη χαμηλή ανάπτυξη και παρά το υψηλό βάρος χρέους. Και οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν πει ότι από τη στιγμή που θα επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα, μπορούμε να συζητήσουμε μείωση του βάρους του χρέους, αλλά νομίζω ότι θα προτιμηθεί νέα επιμήκυνση παρά σαφές κούρεμα της ονομαστικής αξίας, γιατί αυτό θα ήταν πιο δύσκολο πολιτικά να εξηγηθεί στον πυρήνα της Ευρώπης για το τι μοιάζει με συγχώρεση χρέους».
Ο κ. Kraemer ρωτήθηκε εάν θεωρεί πιθανό το σενάριο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη και απάντησε ρητά: «Θεωρούμε ότι δεν θα υπάρξει έξοδος γιατί δεν είναι προς το συμφέρον κανενός και κυρίως δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας. Ακούγεται πολύ δελεαστικό εάν δεν σκεφτεί κανείς όλες τις επιπτώσεις… Αν πει θα βγούμε, θα υποτιμήσουμε και θα δούμε πόσο θα αυξηθούν οι εξαγωγές. Νομίζω όμως, ότι στην περίπτωση της Ελλάδας το κόστος θα είναι τεράστιο. Η ελληνική οικονομία θα πληγεί από κύμα χρεοκοπιών στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στο δημόσιο, επειδή το χρέος προς την ευρωζώνη δεν θα είναι πια εξυπηρετήσιμο. Εάν γίνει, θα συμβεί επειδή ο πολιτικός διάλογος θα επισκιάσει την οικονομική λογική και θα ήταν πραγματικά παράλογο για την Ελλάδα να βγει από την ευρωζώνη τώρα, μετά από 7 χρόνια πραγματικά βαριάς λιτότητας. Εάν το έκαναν στην αρχή της διαδικασίας, πριν όλη την ωδίνη, τότε θα μπορούσε να το συζητήσει κανείς. Αλλά τώρα, που η εμπιστοσύνη ανακάμπτει και φαίνονται κάποιες αχτίδες ανάπτυξης θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Και ο Αλέξης Τσίπρας, δεν λέει ότι θέλει να φύγει από την ευρωζώνη».
Ο κ. Kraemer ρωτήθηκε επίσης εάν εκτιμά πως η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε αρκετά τολμηρό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης με αγορές κρατικών τίτλων. «Οι εξελίξεις της προηγούμενης εβδομάδας με το φράγκο, δίνουν ένα μάθημα και στην ευρωζώνη, ότι οι κεντρικές τράπεζες από μόνες τους δεν μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα. Νομίζω ότι εάν υπάρχουν δομικά προβλήματα που επιδεινώνουν τις προκλήσεις, όπως πιστεύουμε ότι ισχύει στην ευρωζώνη, τότε η κεντρική τράπεζα δεν είναι από μόνη της ικανή να τα λύσει. Τότε οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προχωρήσουν σε νομοθεσίες που ενισχύουν την προοπτική ανάπτυξης για την ευρωζώνη και έτσι τις προοπτικές για τον πληθωρισμό».
Ρωτήθηκε συγκεκριμένα εάν προβλέπει ότι το ύψος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης θα είναι της τάξεως των 500 δισ. και απάντησε: «Δεν θέλω να συμμετάσχω στο παιχνίδι των αριθμών. Θυμάμαι ότι ο Ντράγκι είχε δεσμευθεί να κάνει ό,τι χρειάζεται. Οπότε θα κάνει ό,τι χρειάζεται. Το θέμα είναι ότι θα αρχίσουν από κάπου και θα πρέπει να λάβουν υπόψη όλες τις διαφορετικές θέσεις στις χώρες και τις κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης. Έτσι μπορεί να αρχίσουν στα 500 δισ. Εξετάζοντας εάν αυτό θα είναι αρκετό στο τέλος, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να θυμόμαστε τη δύναμη που έχουν οι κεντρικές τράπεζες για τη διόρθωση όλων των λαθών στην ευρωζώνη. Εάν το νούμερο είναι πολύ μεγάλο, τότε οι κυβερνήσεις μπορεί να οδηγηθούν σε εφησυχασμό και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι χειρότερο από ό,τι εάν το πρόγραμμα ήταν μικρό και οι κυβερνήσεις συνέχιζαν στις μεταρρυθμίσεις».