Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Eurobank: Αντί να επενδύουμε... καταναλώνουμε

Πρωταθλητής στην Ε.Ε. η Ελλάδα σε όρους ιδιωτικής κατανάλωσης, τονίζει η Eurobank. Ωστόσο, αυτό σημαίνει ότι στην ελληνική οικονομία οι εγχώριοι πόροι που μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις εγχώριες επενδύσεις είναι σχετικά πολύ μικρότεροι σε σύγκριση με τους αντίστοιχους των υπολοίπων οικονομιών.

Eurobank: Αντί να επενδύουμε... καταναλώνουμε

Η ελληνική οικονομία καθ' όλη την διάρκεια των ετών 2001-2013 είχε το υψηλότερο μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης (% του ΑΕΠ) ανάμεσα στην ομάδα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15., υπογραμμίζει η Eurobank στην τακτική έκδοση 7 μέρες οικονομία.

Όπως σημειώνει η τράπεζα, ο Άνταμ Σμίθ, ο Σκοτσέζος οικονομολόγος του 18ου αιώνα, γνωστός και ως πατέρας της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Ο Πλούτος των Εθνών» (1776) αναφέρει τα εξής για το μακροοικονομικό μέγεθος της κατανάλωσης: «Η κατανάλωση είναι ο μοναδικός στόχος και σκοπός κάθε παραγωγικής διαδικασίας».

Ως γνωστό, η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών αποτελεί τη βασική πηγή άντλησης χρησιμότητας από την πλευρά των νοικοκυριών και ως εκ τούτου οι αποφάσεις που λαμβάνουν για τις ώρες εργασίας ή για τις αποταμιεύσεις που επιθυμούν να προσφέρουν εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την επίδραση που έχουν οι εν λόγω αποφάσεις στο επίπεδο της κατανάλωσής τους.

Επιπρόσθετα, τα κεφαλαιουχικά αγαθά (επενδύσεις) που παράγονται στην παρούσα χρονική περίοδο, δηλαδή κτίρια, μηχανήματα και εξοπλισμός, ενισχύουν τις παραγωγικές δυνατότητες μιας οικονομίας και αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνονται οι δυνατότητες για υψηλότερη κατανάλωση και βαθμό χρησιμότητας από την πλευρά των νοικοκυριών στο μέλλον. Συνεπώς, ακόμα και στις αποφάσεις των επιχειρήσεων για επενδυτικές δαπάνες, οι προοπτικές για αύξηση των δυνατοτήτων της οικονομίας για περισσότερη κατανάλωση στο μέλλον παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.

Το τελευταίο στοιχείο απορρέει από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις έχουν ως ιδιοκτήτες (μετόχους) επενδυτές οι οποίοι σε τελική ανάλυση είναι και οι ίδιοι νοικοκυριά, και τα κέρδη, μερίσματα ή υπεραξίες που προσπορίζονται διαμορφώνουν το επίπεδο της κατανάλωσής τους, οπότε και την χρησιμότητά τους.

Η Eurobank παρατηρεί πως από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι και σήμερα η ελληνική οικονομία πάντοτε εμφάνιζε το υψηλότερο ποσοστό ιδιωτικής κατανάλωσης επί του συνόλου του ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Σήμερα, δηλαδή τέλος του 2013 σε ετήσια στοιχεία ή 3ο τρίμηνο του 2014 σε τριμηνιαία στοιχεία, το 71,21% ή το 72,55% της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών οδηγείται σε καταναλωτικές χρήσεις. Το αντίστοιχο μέγεθος για τον μέσο όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 είναι της τάξης του 56,92%.

Δύο οικονομίες που βρίσκονται σχετικά κοντά με την περίπτωση της Ελλάδας είναι αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου και αυτή της Πορτογαλίας. Στην μεν πρώτη το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο σύνολο του ΑΕΠ είναι της τάξης του 64,83%, στη δε δεύτερη είναι της τάξης του 64,55%. Με όλες τις υπόλοιπες οικονομίες η διαφορά στα μερίδια της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι μεγαλύτερη των 10 ποσοστιαίων μονάδων. Ξεχωρίζουν οι περιπτώσεις των οικονομιών της Δανίας, της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Ολλανδίας και της Σουηδίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η διαφορά σε σχέση με την ελληνική οικονομία στο μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο σύνολο του ΑΕΠ είναι της τάξης των 22,42, 26,16, 40,14, 26,16 και 24,54 ποσοστιαίων μονάδων αντίστοιχα.

Το γεγονός ότι παρατηρείται σημαντική απόκλιση ανάμεσα στο ελληνικό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης επί του συνόλου του ΑΕΠ και στο αντίστοιχο μέγεθος των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 σημαίνει ότι στην ελληνική οικονομία οι εγχώριοι πόροι που μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις εγχώριες επενδύσεις είναι σχετικά πολύ μικρότεροι σε σύγκριση με τους αντίστοιχους των υπολοίπων οικονομιών.

Επιπρόσθετα, η τράπεζα σημειώνει πως από το 2007 μέχρι και το 2013 υπήρξε μια αύξηση στο ελληνικό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης επί του συνόλου του ΑΕΠ κατά 5,34 ποσοστιαίες μονάδες. Η προαναφερθείσα παρατήρηση μπορεί να ερμηνευτεί από την επιθυμία – η οποία αποτυπώνεται σε συμπεριφορά – των καταναλωτών να εξομαλύνουν την κατανάλωσή τους. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, π.χ. 2001-2007, η συσσώρευση πλούτου μέσω κατοικιών – διαμερισμάτων, καταθέσεων και μετοχών, οδήγησε πολλά ελληνικά νοικοκυριά, στο να έχουν την δυνατότητα να εξομαλύνουν μέσα στα χρόνια της ύφεσης την καταναλωτική τους δαπάνη, δηλαδή να μην μειώσουν την κατανάλωσή τους τόσο απότομα όσο μειώθηκε το εισόδημά τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο λόγος της ιδιωτικής κατανάλωσης ως προς το ΑΕΠ να αυξηθεί.

Η ελληνική οικονομία το 2009 είχε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά κεφαλήν) ανάμεσα στην ομάδα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Η ελληνική οικονομία από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι και το 2009 ακολούθησε ένα μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης το οποίο ώθησε την ιδιωτική κατά κεφαλήν κατανάλωση σε επίπεδα όμοια ή και υψηλότερα με τα αντίστοιχα των επί μέρους οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Για να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα, το 2001 στον μέσο Έλληνα ή στην μέση Ελληνίδα αντιστοιχούσε λίγο λιγότερο από το 90% της ιδιωτικής κατανάλωσης του μέσου Ευρωπαίου ή Ευρωπαίας της ομάδας των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Στο τέλος του 2009, το ίδιο μέγεθος ήταν λίγο υψηλότερο από το 100%, δηλαδή ο μέσος Έλληνας κατανάλωνε μεγαλύτερη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών από τον μέσο Ευρωπαίο.

Αυτό το φαινόμενο, δηλαδή το υψηλότερο επίπεδο της ελληνικής κατά κεφαλήν ιδιωτικής κατανάλωσης, ίσχυε για την πλειοψηφία των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15, δηλαδή για το Βέλγιο (108,90%), την Δανία (109,66%), την Ιρλανδία (107,43%), την Ισπανία (115,22%), την Γαλλία (108,16%), την Ιταλία (102,58%), την Ολλανδία (104,61%), την Πορτογαλία (124,22%), την Φιλανδία (106,71%) και την Σουηδία (112,77%). Από την άλλη πλευρά, σε σχέση με την Γερμανία (99,38%), το Λουξεμβούργο (76,81%), την Αυστρία (96,95%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (89,83%), η ελληνική οικονομία παρέμενε (το 2009) σε χαμηλότερα επίπεδα ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά κεφαλήν). Ωστόσο, τα εν λόγω επίπεδα ήταν αρκετά υψηλότερα σε σχέση με αυτά που επικρατούσαν το 2001.

Ποιες ήταν οι οικονομικές δυνάμεις που οδήγησαν σε αυτή την μεγάλη αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης (κατά κεφαλήν) στην ελληνική οικονομία;

1. Από το 1995 μέχρι και το 2007 η ελληνική οικονομία είχε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Η αύξηση του ΑΕΠ ισοδυναμεί με αύξηση των εισοδημάτων και ως εκ τούτου το γεγονός αυτό οδηγεί σε αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης.

2. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και έπειτα, η εκπλήρωση των κριτήριων για την ένταξη της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) οδήγησε στη σταδιακή πτώση του κόστους δανεισμού, δηλαδή των επιτοκίων. Η εν λόγω πτώση δημιούργησε δύο βασικές δυνάμεις οι οποίες οδήγησαν στην ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η πρώτη ήταν η πιστωτική επέκταση η οποία αύξησε σε σημαντικό βαθμό τον πλούτο (π.χ. επενδύσεις σε κατοικίες) των ελληνικών νοικοκυριών και η δεύτερη ήταν η ενίσχυση του κινήτρου για κατανάλωση και η αντίστοιχη μείωση του κινήτρου προς αποταμίευση, δηλαδή το γνωστό αποτέλεσμα υποκατάστασης λόγω μεταβολής των σχετικών τιμών ανάμεσα στην παρούσα και στην μελλοντική κατανάλωση. Η μείωση του επιτοκίου καθιστά πιο φθηνή την παρούσα κατανάλωση σε σχέση με την μελλοντική και αυτό το γεγονός οδηγεί ορθολογικούς καταναλωτές στο να υποκαθιστούν μελλοντική με παρούσα κατανάλωση.

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v