Οι πρόσφατες εντονότατες διακυμάνσεις στις τιμές των ελληνικών μετοχών και των κρατικών ομολόγων δείχνουν πως έχουμε μπει σε μια νέα περίοδο σαφούς αβεβαιότητας.
Το συν ή πλην 20% που σημείωσαν δεκάδες μετοχές, ή το +200 μονάδες βάσης στα spreads των κρατικών χρεογράφων μέσα σε διάστημα λίγων μόνο συνεδριάσεων είναι αμφίβολο αν είναι ρίσκο που μπορούν να αντέξουν τα περισσότερα νοικοκυριά.
Και όμως, η ανάληψη ενός τέτοιου κινδύνου δείχνει να είναι η μόνη διέξοδος για όσους θέλουν να ποντάρουν σε μια αξιοσημείωτη απόδοση. Οι «εύκολες» αποδόσεις του παρελθόντος έχουν τελειώσει.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Όπως αποδείχτηκε στην πράξη, η επιλογή πολλών νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της κρίσης, να αψηφήσουν τον κίνδυνο εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη και να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους στις ελληνικές τράπεζες υπήρξε η καλύτερη δυνατή.
Συγκεκριμένα:
• Ο επενδυτής που αποφάσισε πριν από πέντε χρόνια να τοποθετήσει τα χρήματά του σε προθεσμιακές καταθέσεις ελληνικών τραπεζών έχει καρπωθεί -μαζί με τους ανατοκισμούς και μετά την αφαίρεση των φόρων- περίπου συνολική απόδοση της τάξεως του 18%.
• Από τα μέσα του 2009 έως και το τέλος του δευτέρου τριμήνου του 2014 (πέντε χρόνια) ο δείκτης τιμών κατοικιών της Τραπέζης της Ελλάδος έχει υποχωρήσει από τις 98,9 στις 65,1 μονάδες, δηλαδή 34,2%.
• Επίσης, με βάση το κλείσιμο της 20ής Οκτωβρίου 2014, ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. έχει πέσει μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια 67,0% και ενδεικτικά αναφέρουμε πως η Εθνική Τράπεζα έχει απολέσει το 98,5% της αξίας της και η ΔΕΗ το 55,9%.
Μετά από όλα αυτά, προκύπτει πως ο καταθέτης π.χ. 200.000 ευρώ του 2009 σήμερα διαθέτει 236.000 ευρώ και:
• Αν προ πενταετίας μπορούσε να αγοράσει με 200.000 ευρώ δύο διαμερίσματα τριών δωματίων στην Αθήνα, σήμερα -συνυπολογίζοντας τους εισπραχθέντες τόκους και την πτώση των τιμών στην αγορά ακινήτων- έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει τρία διαμερίσματα της παραπάνω κατηγορίας (στα δύο το ένα δώρο...) και να του περισσέψει επιπλέον και ένα σεβαστό ποσό μετρητών.
• Αν επίσης προ πενταετίας μπορούσε να αγοράσει 100.000 μετοχές μιας μέσης εταιρείας στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, σήμερα -συνυπολογίζοντας τους εισπραχθέντες τόκους και την πτώση του Γενικού Δείκτη στο Χ.Α.- έχει τη δυνατότητα να κατέχει 357.576 μετοχές της ίδιας εταιρείας.
Με άλλα λόγια, από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, αυτοί που καρπώθηκαν ικανοποιητικές αποδόσεις ήταν όσοι επέλεξαν τις τραπεζικές καταθέσεις (από τη στιγμή που η χώρα κατάφερε να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ), ή και τα μακρόχρονα ασφαλιστικά συμβόλαια κλασικού τύπου με εγγυημένο τεχνικό επιτόκιο, σε αντίθεση με όσους πόνταραν στη δυναμική της πραγματικής οικονομίας (μετοχές, κρατικά ομόλογα ακίνητα).
Οι τρέχουσες προκλήσεις
Ωστόσο, η κατάσταση σήμερα είναι αρκετά διαφοροποιημένη σε σχέση με τα δεδομένα της προηγούμενης πενταετίας, γιατί:
Πρώτον, οι αποδόσεις των προθεσμιακών τραπεζικών καταθέσεων (κυμαίνονται μόλις γύρω στο 2% προ φόρων, ή στο 1,7% μετά τη φορολογία) είναι πλέον χαμηλές και αναμένεται να υποχωρήσουν περαιτέρω.
Δεύτερον, οι ασφαλιστικές εταιρείες ψαλιδίζουν ολοένα και περισσότερο τις ελάχιστες εγγυημένες αποδόσεις που προσφέρουν στα νέα τους συμβόλαια.
Τρίτον, αν κάποιος επιλέξει κρατικά ομόλογα χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά (π.χ. Γερμανία, Ολλανδία) μπορεί να ελπίζει σε ικανοποιητική απόδοση, μόνο στην περίπτωση που τα επόμενα χρόνια η Ευρώπη βιώσει περίοδο έντονου αποπληθωρισμού.
Τέταρτον, αν κάποιος προσδοκά απλώς διατήρηση της ονομαστικής αξίας των χρημάτων του και έμμεσο κέρδος από πιθανή υποτίμηση των υπόλοιπων επενδυτικών αξιών (μετοχών, ακινήτων) τότε θα πρέπει να συνεκτιμήσει πως όλα στην οικονομία έχουν ένα όριο.
Γιατί, προκειμένου να τα καταφέρει με αυτήν την τακτική να ωφεληθεί σημαντικά στην προηγούμενη πενταετία, χρειάστηκε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να διαθέσει 50 δισ. ευρώ για τη στήριξη των ελληνικών τραπεζών και οι μέτοχοι των ιδιωτικών ασφαλιστικών να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να χρηματοδοτήσουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου με εκατοντάδες εκατ. ευρώ. Αν συνεχιστεί λοιπόν η περαιτέρω έντονη υποχώρηση του ελληνικού ΑΕΠ (άρα νέα μεγάλη πτώση σε μετοχές, ομόλογα και ακίνητα) τότε ίσως αυξηθεί και πάλι το ρίσκο για τραπεζικές καταθέσεις και ασφαλιστικά συμβόλαια.
Με άλλα λόγια, οι εύκολες λύσεις αποτελούν παρελθόν και στην πράξη αν κάποιος θελήσει να καρπωθεί αποδόσεις πάνω από το «ελάχιστο» που προσφέρονται, τότε θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά το ύψος του κινδύνου που αναλαμβάνει και φυσικά να τοποθετηθεί στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας, αλλά και γενικότερα της οικονομίας του ευρωπαϊκού Νότου (εν πολλοίς, παράλληλες πορείες).
Μπορεί βέβαια το περιβόητο success story να αποτέλεσε ένα πολιτικό πυροτέχνημα, ωστόσο το Grecovery story είναι η μόνη διέξοδος που μπορεί να «δώσει λεφτά» στις επενδύσεις των νοικοκυριών, όποιον επενδυτικό κίνδυνο αυτό συνεπάγεται.
Βέβαια, κάθε επενδυτής έχει τις δικές του εκτιμήσεις για το αν η ελληνική οικονομία (και γενικότερα η κατάσταση στη νότια Ευρώπη) θα μπορέσει να βελτιωθεί σημαντικά μέσα στα επόμενα χρόνια και ανάλογα με αυτές καλείται να χαράξει τη δική του μακροπρόθεσμη στρατηγική.