Σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, σε Β από Β- προχώρησε ο οίκος Standard and Poor's. Το outlook της αξιολόγησης είναι σταθερό.
Σημειώνεται ότι η Fitch αναβάθμισε την Ελλάδα το Μάιο σε B ενώ τον Αύγουστο είχε ακολουθήσει και η Moody's, αναβαθμίζοντας την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου σε Caa1, με την αξιολόγηση ωστόσο να παραμένει δυο βαθμίδες χαμηλότερα σε σχέση με Fitch και S&P. Η Ελλάδα παραμένει σε κατηγορία "junk", πέντε βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα (στο ΒΒΒ-). Επόμενες προγραμματισμένες ανακοινώσεις είναι στις 21 Νοεμβρίου από τη Fitch και μια εβδομάδα μετά, στις 28 Νοεμβρίου, από την Moody's.
Σύμφωνα με την S&P η αναβάθμιση αντανακλά την εκτίμηση του οίκου ότι τα ρίσκα σε επίπεδο δημοσιονομικής προσαρμογής έχουν υποχωρήσει. «Προβλέπουμε ότι, από την επόμενη χρονιά η οικονομία θα αναδυθεί από επτά συνεχόμενα χρόνια αρνητικής ανάπτυξης. Περιμένουμε ότι η αύξηση του πραγματικού και του ονομαστικού ΑΕΠ θα επιτρέψει στη χώρα να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2014-2017». Το ποσοστό είναι μικρότερο του 4,5% επί του ΑΕΠ που έχει ως στόχο η κυβέρνηση με βάση το πρόγραμμα της τρόικας. Η S&P ωστόσο εκτιμά ότι αυτή η χαμηλότερη εκτίμηση είναι πιο ρεαλιστική πολιτικά και συνεπής με μια ήπια μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ο οίκος περιμένει ότι η κυβέρνηση θα απορροφήσει αυξημένο ποσοστό κοινοτικών πόρων, θα αυξήσει την φορολογική βάση και θα βελτιώσει την είσπραξη φόρων. Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει ότι έχει λίγα περιθώρια για περαιτέρω συρρίκνωση των δαπανών.
Αναμένει ότι θα προχωρήσει σε ήπιες μειώσεις φόρων ενώ αναγνωρίζει ότι ένα από ρίσκα στις εκτιμήσεις που διατυπώνει είναι ο κίνδυνος να παγιωθούν οι αποπληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία.
Στο 164% του ΑΕΠ το χρέος το 2017
Η S&P βλέπει επίσης ως χαμηλή την πιθανότητα επιπρόσθετης ανόδου στο δημόσιο χρέος λόγω των τραπεζικών ανακεφαλαιοποιήσεων. Οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν αντλήσει €8,4 δισ. κεφαλαίων απευθείας από τις αγορές και το ΤΧΣ έχει διαθέσιμα €11 δισ.
Ο διεθνής οίκος εκτιμά πως ενώ η κυβέρνηση μπορεί να λάβει επιπρόσθετη ελάφρυνση στο χρέος από τους επίσημους πιστωτές, δεν αναμένεται να προσεγγίσει ιδιώτες ομολογιούχους για μια τρίτη αναδιάρθρωση. Προβλέπει επίσης πως η κυβέρνηση θα συνεχίσει να εξυπηρετεί το χρέος ύψους €3 δισ. που είναι στα χέρια πιστωτών που αρνήθηκαν να συμμετέχουν στις δύο ανταλλαγές χρέους το 2012.
Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, η ακαθάριστες δανειακές απαιτήσεις των €43 δισ. της ελληνικής κυβέρνησης τους επόμενους 15 μήνες, θα καλυφθούν εν μέρει από την αποπληρωμή ομολόγων του «πυλώνα ένα» (προνομιούχες) από τις τράπεζες προς την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και με ενδοκυβερνητικό δανεισμό εντός του ευρύτερου δημόσιου τομέα και σε μικρότερο βαθμό μέσω ιδιωτικοποιήσεων. Επιπλέον, περίπου €20 δισ. αναμένεται να αντληθούν από τις αγορές εγχώριου δικαίου, περίπου €12 δισ. από επίσημους δανειστές και περίπου €5 δισ. από επιπρόσθετες τοποθετήσεις ξένων ομολόγων.
Ως εκ τούτου, η S&P αναμένει πως το ακαθάριστο χρέος της ελληνικής κυβέρνησης θα σταθεροποιηθεί σε ονομαστικούς όρους, υποχωρώντας οριακά στο 164% του ΑΕΠ το 2017 από την κορυφή του 177% το 2014. Σημειώνει ωστόσο, πως ακόμα και σε αυτό το χαμηλότερο επίπεδο, το ελληνικό χρέος θα είναι μεταξύ των υψηλότερων από όλα τα κράτη τα οποία αξιολογεί.
H S&P επισημαίνει πως μετά τις αναδιαρθρώσεις του Απριλίου και του Μαίου του 2012, έχουν βελτιωθεί και άλλες πλευρές στο προφίλ του ελληνικού χρέους. Η μέση διάρκεια ωρίμανσης, η οποία βρίσκεται τώρα στα 15,8 έτη, έχει υπερδιπλασιαστεί (ήταν 6,3 έτη) το 2011. Επίσης, από το ελληνικό χρέος το 72% είναι εκτός αγοράς. Επιπλέον, το μέσο επιτόκιο για αυτό το χρέος είναι κάτω από 2%, έναντι πρόβλεψης για μέση ανάπτυξη 2,8% το 2015-2017. Ακόμα το 40% του χρέους αυτού βρίσκεται στα χέρια της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών του ευρωσυστήματος.
Αδύναμη η ανάκαμψη της οικονομίας
O διεθνής οίκος βλέπει την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας ως σταδιακή αλλά αδύναμη, με το ΑΕΠ του 2017 να προβλέπεται 20% χαμηλότερο από αυτό του 2007.
Η πτώση 16% στο εργασιακό κόστος μεταξύ του 2008 και 2013 έχει βοηθήσει τον τουριστικό κλάδο της Ελλάδας. Ωστόσο, ο μικρός τομέας της μεταποίησης δεν έχει επωφεληθεί στον ίδιο βαθμό (σε αντίθεση με την Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία). Οι επενδύσεις, οι οποίες διαμορφώνονται ακόμη σε επίπεδα 40% κάτω από αυτά του 2007, θα αυξηθούν αλλά σταδιακά.
Τα επίπεδα των επενδύσεων περιορίζονται από την έλλειψη εμπιστοσύνης, από τον αναποτελεσματικό μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και τις περιορισμένες απευθείας ξένες επενδύσεις από το εξωτερικό. Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών θα επωφεληθούν μόνο σταδιακά από την αναμενόμενη σταθεροποίηση στην αγορά εργασίας.
Προβληματίζει το πολιτικό περιβάλλον
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει ισοσκελισμένο μεταξύ 2014-2017, έναντι ελλείμματος 11% του ΑΕΠ το 2009. Όπως σημειώνει η S&P το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής έχει επιτευχθεί από την πτώση στις εισαγωγές.
Ο διεθνής οίκος προβλέπει ότι θα παραμείνουν οι εξωτερικές αδυναμίες της Ελλάδας: Η χώρα διαθέτει υψηλό εξωτερικό χρέος και περιορισμένη νομισματική ευελιξία. Η S&P προβλέπει εξωτερικό χρέος περίπου 450% των εσόδων στο ισοζύγιο το 2014. Συγκεκριμένα, περίπου το μισό του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας είναι βραχυπρόθεσμο και πρέπει να μετακυλισθεί.
Η S&P αναφέρει πως ενώ αναμένει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα παραμένει σε γενικές προσκολλημένη στις τρέχουσες πολιτικές, το πολύπλοκο πολιτικό περιβάλλον παραμένει μια αδυναμία στην αξιολόγηση της χώρας. Αν και οι μεταρρυθμίσεις έχουν στηρίξει την πρόοδο στην αναδιάρθρωση της οικονομίας, παραμένουν οι κοινωνικές εντάσεις και το αδύναμο θεσμικό πλαίσιο, τονίζει.
Τι λέει ο οίκος για πιθανή νέα κίνηση στην αξιολόγηση
Το outlook της αξιολόγησης είναι σταθερό, αντανακλώντας την άποψη του οίκου για την πρόοδο της Ελλάδας στο μέτωπο της δημοσιονομικής προσαρμογής, την αδύναμη οικονομική ανάκαμψη και την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να συνεχίσει τις διαρθρωτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Επίσης, ο οίκος υποθέτει ότι δεν θα υπάρξει νέα ανταλλαγή χρέους με δυσμενείς όρους.
Η S&P υπογραμμίζει ότι θα μπορούσε να προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης εάν:
- Αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική η ανάπτυξη σε σχέση με τις προσδοκίες
- Ενισχυθεί σημαντικά το θεσμικό πλαίσιο. Κάτι τέτοιο θα είχε σαν αποτέλεσμα να αποδώσουν ταχύτερα οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων σε σχέση με τις προβλέψεις.
Επίσης, ο οίκος θα μπορούσε να προχωρήσει σε αναβάθμιση εάν η αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού συστήματος οδηγήσει σε πιο δυναμική αύξηση των χορηγήσεων.
Στον αντίποδα, η S&P θα μπορούσε να προχωρήσει σε υποβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου εάν η κυβέρνηση δεν πετύχει την σταθεροποίηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, λόγω, επί παραδείγματι, μεγαλύτερων αποπληθωριστικών πιέσεων σε σχέση με τις εκτιμήσεις.
Επίσης, ο οίκος θα προχωρούσε σε υποβάθμιση της χώρας εάν εκτιμούσε ότι θα ζητηθεί από τους ιδιώτες πιστωτές να συμμετάσχουν σε τρίτη αναδιάρθρωση χρέους, είτε λόγω αλλαγής στην κυβερνητική πολιτική, είτε λόγω μιας ανάγκης ίσης μεταχείρισης μεταξύ του επίσημου τομέα και των ιδιωτών.