Η ενεργειακή πολιτική της χώρας θα πρέπει πλέον να δίνει έμφαση σε δράσεις που έχουν σχέση με την αύξηση της ενεργειακής επάρκειας και αποδοτικότητας, με την εξασφάλιση ανταγωνιστικού κόστους και τη μεγιστοποίηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.
Η στροφή αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου ο ενεργειακός τομέας να αποτελέσει βασικό παράγοντα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των παραγωγικών κλάδων της Ελλάδας και ισχυρό άξονα ανάπτυξης για το σύνολο της οικονομίας.
Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγει μελέτη του ΚΕΠΕ για τις αναπτυξιακές δυνατότητες του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα, την οποία συνέταξε ο Βασίλης Λυχναράς, ερευνητής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών. Στη μελέτη επισημαίνεται ότι οι συνθήκες του τομέα της ενέργειας χαρακτηρίζονται από σημαντική πτώση της εγχώριας κατανάλωσης (15% το 2012 έναντι του 2008), αλλά και από διατήρηση της εξάρτησης από τις εισαγωγές, σε ποσοστό πολύ υψηλότερο από τον κοινοτικό μέσο όρο (67% της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης έναντι 54% της Ε.Ε. των 28). Όσον αφορά ειδικότερα την ηλεκτρική ενέργεια, χαρακτηριστικά της είναι η διατήρηση της μεγάλης συμμετοχής του λιγνίτη στην παραγωγή αλλά και η ισχυρή διείσδυση των ΑΠΕ.
Τα νέα δεδομένα της αγοράς, επισημαίνεται στη μελέτη, δημιουργούν νέες απαιτήσεις για τη λειτουργία της, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικοί περιορισμοί που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο μελλοντικό σχεδιασμό της. Ενδεικτικά αναφέρεται πως «οι στόχοι για τη διείσδυση των ΑΠΕ δεν έχουν ακόμα επιτευχθεί πλήρως και απαιτείται η περαιτέρω επέκτασή τους, ενώ ταυτόχρονα, οι μονάδες φυσικού αερίου, των οποίων η χρήση έχει επεκταθεί τα τελευταία έτη, έχουν υπερεπάρκεια δυναμικότητας και στηρίζονται σε ένα υψηλού κόστους εισαγόμενο καύσιμο, αλλά είναι απαραίτητες για την εξισορρόπηση του συστήματος».
Η μελέτη επισημαίνει ταυτόχρονα την ύπαρξη του σημαντικού ζητήματος που είναι το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας, το οποίο καλούνται να αντιμετωπίσουν υπό τις υφιστάμενες οικονομικές συνθήκες τόσο ο οικιακός και ο εμπορικός τομέας της χώρας, όσο και η εγχώρια βιομηχανία.
«Παράγοντες όπως τα επίπεδα των εγγυημένων τιμών προώθησης των ΑΠΕ, οι τιμές του εισαγόμενου φυσικού αερίου, οι επιβαρύνσεις λόγω εκπομπών αερίων ρύπων, οι φόροι και οι λοιπές επιβαρύνσεις στην ενέργεια, καθώς και ο ανεπαρκής σχεδιασμός και οι αμφισβητούμενες πολιτικές προώθησης, έχουν τελικώς οδηγήσει σε αύξηση των τελικών τιμών της ενέργειας» τονίζεται χαρακτηριστικά, ενώ το υψηλό κόστος της ενέργειας θεωρείται ένας από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της ελληνικής βιομηχανίας, και της οικονομικής επιβάρυνσης των ελληνικών νοικοκυριών.
Προτάσεις
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ενεργειακός σχεδιασμός για τη χώρα, τονίζει η μελέτη, θα πρέπει να θέτει μακροχρόνιους στόχους και να βασίζεται σε διαρθρωτικές αλλαγές που θα συμβάλουν στη μεγιστοποίηση του οφέλους για το σύνολο της οικονομίας. Βάσει των παραπάνω, εντοπίζονται οι ακόλουθες έξι ενδεικτικές προτεραιότητες:
• Η μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας από υψηλού κόστους εισαγόμενες πηγές ενέργειας θα συμβάλει στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου της, θα αυξήσει την ενεργειακή ασφάλεια και θα ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών. Έτσι, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην αξιοποίηση των οικονομικών και καθαρών εγχώριων πηγών, αλλά και στην έρευνα και ορθολογική μελλοντική αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, όπου, πέρα από τα άμεσα οικονομικά οφέλη για τη χώρα από την εκμετάλλευσή τους, θα υπάρξουν πολλαπλασιαστικές θετικές επιδράσεις στην περίπτωση υποκατάστασης εισαγωγών ενεργειακών προϊόντων.
• Ο εξορθολογισμός, ο εκσυγχρονισμός, η ανάπτυξη και η επέκταση των ενεργειακών δικτύων και υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των έργων αντλησιοταμίευσης, είναι απαραίτητα στοιχεία για την επίτευξη οικονομίας του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, την ορθολογική αξιοποίηση των διαφόρων πηγών, την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ, καθώς και την εξωστρέφεια του τομέα. Ταυτόχρονα, θα δοθεί και η δυνατότητα για νέες επενδύσεις και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και η δυνατότητα επιλογής εναλλακτικών προμηθευτών, συμβάλλοντας στην ενεργειακή ασφάλεια. Επίσης, η διασύνδεση των νησιών θα οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση από τις επιβαρύνσεις για Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), με θετικές επιδράσεις στο ενεργειακό κόστος.
• Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των τομέων της οικονομίας, μέσω της εξοικονόμησης ενέργειας, εμπεριέχεται στους βασικούς στόχους για το 2030. Είναι κλάδος στον οποίο θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση, καθώς μπορεί να επιφέρει σημαντικά περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη για τη χώρα και να συμβάλει τόσο στη μείωση των ενεργειακών δαπανών για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις όσο και στις διαρθρωτικές αλλαγές για τη βιομηχανία, επιφέροντας μακροχρόνια αποτελέσματα στην ανταγωνιστικότητά της. Επιπλέον, αποτελεί έναν υγιή και δυναμικό επενδυτικό κλάδο με νέες θέσεις απασχόλησης και υψηλή προστιθέμενη αξία για τη χώρα, αξιοποιώντας εγχώριους παραγωγικούς κλάδους υψηλής τεχνογνωσίας.
• Οι ΑΠΕ μπορεί να αποτελέσουν για την Ελλάδα βασικό επενδυτικό άξονα, ενώ η επέκταση της διείσδυσής τους παραμένει, ακόμα και υπό τις υφιστάμενες οικονομικές συνθήκες, συμβατική υποχρέωση της χώρας. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε ΑΠΕ επιφέρουν σημαντική αύξηση άμεσων και έμμεσων θέσεων απασχόλησης και δύνανται να αξιοποιήσουν και να τονώσουν εγχώριους παραγωγικούς κλάδους (π.χ. βιομηχανία, κατασκευές κ.λπ.) με συσσωρευμένη τεχνογνωσία και υψηλή προστιθέμενη αξία για τη χώρα. Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να παραγκωνιστούν, αλλά να γίνει σωστός σχεδιασμός για την περαιτέρω ανάπτυξή τους.
• Είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση ώστε να αξιοποιηθούν και να υποστηριχθούν οι ανταγωνιστικοί κλάδοι και οι τομείς που χαρακτηρίζονται από υψηλή προστιθέμενη αξία, καθώς δύναται να επιφέρουν πολλαπλασιαστικά οφέλη στην ελληνική οικονομία. Τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι η προώθηση τεχνολογιών όπως βιομάζα, υγρά βιοκαύσιμα, γεωθερμία κ.λπ., η εγχώρια παραγωγή εξοπλισμού και υποστηρικτικού υλικού για την εγκατάσταση και τη λειτουργία μονάδων ΑΠΕ, η εγχώρια παραγωγή εξοπλισμού ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων και βιομηχανιών κ.λπ.
• Τέλος, απαιτείται ο εξορθολογισμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η λειτουργία της σε ένα ανταγωνιστικό και διαφανές πλαίσιο. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να μελετηθεί το σύστημα της φορολόγησης της ενέργειας και να αναλυθεί η αποδοτικότητα των φόρων και των λοιπών επιβαρύνσεων. Ο ελλιπής σχεδιασμός των φόρων και των λοιπών επιβαρύνσεων των ενεργειακών προϊόντων επιφέρει αύξηση του τελικού κόστους της ενέργειας με επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να οδηγήσει και σε μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους, εξαιτίας της χρήσης λοιπών και συχνά πιο ρυπογόνων μορφών.