Μονοπώλιο η ΔΕΗ στο λιγνίτη, λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου που ακυρώνει τα επιχειρήματα περί «ισότιμης» πρόσβασης σε φθηνά καύσιμα (κοιτάσματα λιγνίτη). Πώς δημιουργούνται άνισοι όροι ανταγωνισμού με τους άλλους παραγωγούς ενέργειας.

Μονοπώλιο η ΔΕΗ στο λιγνίτη, λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Απόφαση με την οποία αναιρούνται επιχειρήματα όπως ότι ο λιγνίτης δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της ΔΕΗ, αφού και άλλοι μπορούν να τον εκμεταλλευτούν, εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ακυρώνοντας προηγούμενη απόφαση μετά από προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η εξέλιξη αυτή έχει μεγάλη σημασία γιατί από πολλές πλευρές, συνδικαλιστικές, κομματικές αλλά και την ίδια τη ΔΕΗ, και με την ενίσχυση της αρχικής απόφασης του Ευρ. Δικαστηρίου, προβαλλόταν το επιχείρημα ότι δεν τίθεται θέμα προνομιακής πρόσβασης της ΔΕΗ σε φθηνά καύσιμα (λιγνίτης), άρα σε διαμόρφωση άνισων όρων ανταγωνισμού με άλλους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, που δεν έχουν πρόσβαση στον λιγνίτη.

Ας σημειωθεί δε ότι τα επιχειρήματα αυτά χρησιμοποιούνται και κατά της προοπτικής δημιουργίας της "μικρής ΔΕΗ", μέσω της οποίας επιδιώκεται να αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, με την πρόσβαση και άλλων παικτών στην παραγωγή ηλεκτρισμού από λιγνίτη.

Η προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου (Σεπτέμβριος 2012) δικαίωσε τη ΔΕΗ η οποία προσέφυγε κατά απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αγορά λιγνίτη στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την απόφαση που προσέβαλε η ΔΕΗ, τα αποκλειστικά δικαιώματα της Επιχείρησης στον λιγνίτη δημιουργούσαν ανισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων στην πρόσβαση σε πρωτογενή καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και παρείχαν στην εταιρεία τη δυνατότητα να διατηρήσει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Άρα το ελληνικό δημόσιο θα έπρεπε να λάβει όλα εκείνα τα μέτρα που είναι απαραίτητα για το άνοιγμα της αγοράς λιγνίτη.

Ειδικότερα, υποστήριζε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ελληνικό δημόσιο διά της παραχωρήσεως στη ΔΕΗ και διατηρήσεως σε ισχύ υπέρ αυτής οιονεί μονοπωλιακών δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη, δημιούργησε κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και νόθευσε, επομένως, τον ανταγωνισμό, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη δεσπόζουσα θέση της και αποκλείοντας ή παρακωλύοντας την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην αγορά, παρά την απελευθέρωση της αγοράς χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

Η Επιτροπή προέβαλε επίσης το γεγονός ότι, εφόσον ο λιγνίτης συνιστούσε το φθηνότερο διαθέσιμο στην Ελλάδα καύσιμο, η εκμετάλλευσή του παρείχε τη δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με χαμηλό μεταβλητό κόστος και διαθέσεως της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην υποχρεωτική ημερήσια αγορά με μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους σε σχέση με την παραγόμενη από άλλα καύσιμα. Κατά την Επιτροπή, η ΔΕΗ μπορούσε έτσι να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας διά του αποκλεισμού ή της παρακωλύσεως της εισόδου νέων ανταγωνιστών στην αγορά αυτή.

Οι αποφάσεις

Η αρχική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τον Σεπτέμβριο του 2012 έκρινε ότι από τη νομολογία δεν προκύπτει ότι επειδή η ΔΕΗ βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της, συνεπεία κάποιου κρατικού μέτρου, αυτό καθεαυτό συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Αποδεχόταν δηλαδή στην ουσία ότι δεν ευθύνεται η ΔΕΗ για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, αφού το «προνόμιο» αποκλειστικής πρόσβασης στον λιγνίτη της παραχωρήθηκε από το Δημόσιο.

Το Δικαστήριο, μετά την εξέταση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, κατέληξε ότι για την αρχική του απόφαση το Δικαστήριο «υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο» καθώς έκρινε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έπρεπε η ίδια να προσδιορίσει και να αποδείξει σε ποια κατάχρηση οδήγησε ή μπορούσε να οδηγήσει τη ΔΕΗ το επίμαχο κρατικό μέτρο.

Εξετάζοντας δε την υπόθεση επί της ουσίας, αποδέχεται την πάγια νομολογία στα θέματα αυτά, σύμφωνα με την οποία «οι πρακτικές μιας επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση, οι οποίες τείνουν να επεκτείνουν την εν λόγω θέση, νοθεύοντας τον ανταγωνισμό, σε παραπλήσια αλλά διακριτή αγορά, συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ».

Επιπλέον ότι «η επέκταση δεσπόζουσας θέσεως, χωρίς τούτο να δικαιολογείται αντικειμενικώς, απαγορεύεται 'καθεαυτή' από το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, όταν η εν λόγω επέκταση είναι αποτέλεσμα κρατικού μέτρου. Εφόσον ο ανταγωνισμός δεν επιτρέπεται να καταργηθεί κατά τον τρόπο αυτό, δεν επιτρέπεται ούτε να νοθευθεί».

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v