Σε περαιτέρω τροχοπέδη των έτσι κι αλλιώς υποτονικών επιδόσεων της κυβέρνησης στο φλέγον θέμα των μεταρρυθμίσεων δείχνουν να εξελίσσονται οι σχεδιασμοί των κομματικών επιτελείων του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας για τον αναμενόμενο ανασχηματισμό.
Συγκλίνουσες πληροφορίες αναφέρουν ότι με όπλο το περιβόητο πολιτικό κόστος (που αποτυπώθηκε και για τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης στην πρόσφατη κάλπη) κομματικά στελέχη επιδιώκουν την αντικατάσταση πρωτοκλασάτων υπουργών σε παραγωγικά υπουργεία, προκειμένου να δείξουν προς τα έξω «κοινωνικό πρόσωπο», σε μια προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων αλλαγής πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι πληροφορίες που συστηματικά διαχέονται από κομματικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας για έξοδο του Γιάννη Στουρνάρα από το υπουργείο Οικονομικών, παρά το γεγονός ότι στο προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση πανηγύριζε για τα οικονομικά πεπραγμένα, με αποκορύφωμα την επίτευξη σημαντικού πλεονάσματος. Ενδεικτικό του κλίματος σύγχυσης που έχει δημιουργηθεί είναι το γαϊτανάκι διαρροών που έγινε χθες για το θέμα, ακόμη και από το Μαξίμου.
Την ίδια ώρα, ανοικτό εξακολουθεί να παραμένει επισήμως και το ζήτημα της ανανέωσης της θητείας του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργου Προβόπουλου (θέση στην οποία φημολογείται εκ νέου τελευταία ότι μπορεί να μετακινηθεί ο κ. Στουρνάρας), παρότι κατά γενική ομολογία αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τρόπο που διασφάλισε απολύτως την ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα και την προστασία των καταθέσεων.
Αλλαγές όμως φαίνονται να προαλείφονται και σε μια σειρά σημαντικών υπουργείων, (μεταξύ άλλων, λένε οι πληροφορίες, συμπεριλαμβάνονται το Ανάπτυξης, το Εργασίας και το Υγείας), γεγονός που προβληματίζει την αγορά, καθώς βασικό κριτήριο του αναμενόμενου ανασχηματισμού δεν φαίνεται να είναι η επάρκεια, η πείρα και η αποτελεσματικότητα των υπουργών (που ασφαλώς παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις από υπουργείο σε υπουργείο), αλλά οι κομματικές «ανάγκες» αντικατάστασης προσώπων, ώστε να σηματοδοτηθεί μια κοινωνική στροφή εκ μέρους της συγκυβέρνησης.
Για την αγορά, είναι μεν βέβαιο ότι αρκετοί υπουργοί χρήζουν αντικατάστασης, όπως και ότι πρέπει να λειτουργήσει σε άλλους ρυθμούς συνολικά ο κυβερνητικός... μηχανισμός, ο οποίος είναι πολύ κατώτερος των προσδοκιών και σε ορισμένα σημεία έχει κάνει σοβαρότατα λάθη.
Ως προς το θέμα των κορυφαίων προσώπων, όμως, τίθεται το ερώτημα ποιοι και με ποια κριτήρια θα αντικατασταθούν και ποιοι -και με ποια κριτήρια- θα βρεθούν στο τιμόνι. Ποιος εν τέλει είναι ο στόχος, να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και να αποκτήσει νέα μεταρρυθμιστική ορμή η κυβέρνηση ή να δημιουργηθούν εντυπώσεις και να τηρηθούν κομματικές ισορροπίες;
«Θα είναι εξαιρετικά δυσάρεστο», αναφέρει παράγοντας της βιομηχανίας, «αν συνεπεία του εκλογικού αποτελέσματος έχουμε εγκατάλειψη της ελλιπούς έστω μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, προς χάριν των εντυπώσεων. Και λέω των εντυπώσεων, γιατί επί της ουσίας τα περιθώρια για παροχές εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά περιορισμένα από την πλευρά των δανειστών, αλλά και με βάση τα οικονομικά δεδομένα. Άρα μάλλον δεν θα πρέπει να μιλάμε για κοινωνικό πρόσωπο, αλλά για… προσωπείο».
Την ανησυχία της αγοράς ενισχύει το γεγονός ότι ήδη πριν από τις εκλογές παρατηρήθηκε σαφής μεταρρυθμιστική κόπωση από την πλευρά της συγκυβέρνησης, αλλά και εσωτερικές συγκρούσεις, είτε αυτό αφορά π. χ. τις ρυθμίσεις για τις λαϊκές αγορές που αποσύρθηκαν μετά από παρέμβαση του ΠΑΣΟΚ, είτε το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό, το οποίο ενώ σε μεγάλο βαθμό καταρτίστηκε από ομάδα συμβούλων που προέρχονται από τη Νέα Δημοκρατία, γίνεται προσπάθεια να χρεωθεί στον Γ. Στουρνάρα, κατόπιν των αντιδράσεων που υπήρξαν.
Η καχυποψία των δανειστών και το πηγάδι που... στέρεψε
Όλα αυτά καθίστανται περισσότερο επικίνδυνα από το γεγονός ότι η τρόικα εξακολουθεί να παρακολουθεί πολύ στενά τις εξελίξεις και να αναμένει την υλοποίηση του συνόλου των κυβερνητικών δεσμεύσεων.
Πληροφορίες από τις Βρυξέλες τις οποίες μετέδωσε από χθες το Euro2day.gr καθιστούν σαφές ότι οι δανειστές θα επανέλθουν ζητώντας επιτακτικά την εφαρμογή όσων έχουν συμφωνηθεί, με τη σημείωση ότι δεν πρόκειται να υπάρξει διαπραγμάτευση για το χρέος πριν από την έκδοση της επόμενης έκθεσης της τρόικας, το φθινόπωρο.
Στο πλαίσιο αυτό, τυχόν αλλαγή προσώπων που έχουν παγιώσει σχέσεις συνεργασίας με τους εκπροσώπους των δανειστών και χαίρουν εκτίμησης στην Ευρώπη ενδέχεται να προκαλέσει κλίμα καχυποψίας, ενώ σε κάθε περίπτωση θα απαιτήσει μια μεταβατική περίοδο γνωριμίας και ανίχνευσης προθέσεων και ικανοτήτων.
«Σε όσους παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη», αναφέρει γνωστός τραπεζίτης, «είναι σαφές ότι οι δανειστές μας γνωρίζουν πως η φοροδοτική ικανότητα του μέσου Έλληνα και οι αντοχές της κοινωνίας γενικότερα έχουν εξαντληθεί. Τώρα περιμένουν να δοθεί έμφαση στις μεταρρυθμίσεις. Άλλωστε πολλά από τα σκληρά μέτρα που λήφθησαν ήταν ως έναν βαθμό συνέπεια της αδυναμίας της κυβέρνησης να κινηθεί μεταρρυθμιστικά. Επομένως, η κυβέρνηση οφείλει να δείξει το κοινωνικό της πρόσωπο, αλλά και την αναπτυξιακή της πρόθεση, κάνοντας εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν τη μείωση των φόρων και της ανεργίας. Οποιαδήποτε στροφή από αυτόν τον στόχο το πιθανότερο είναι να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα».
Ο ίδιος δεν αρνείται ότι πολλές από τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν θα προκαλέσουν την αντίδραση εδραιωμένων συμφερόντων (όπως π.χ. σε θέματα ενίσχυσης του ανταγωνισμού στις αγορές), ενώ κάποιες άλλες, όπως τα σχέδια επιτάχυνσης του επαναπατρισμού καταθέσεων που γνωστοποίησε προεκλογικά ο πρωθυπουργός, θα επιφέρουν πιθανώς τη μήνη της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ωστόσο, κοινή πεποίθηση στην αγορά είναι ότι με τις παλιές πηγές παροχών (δηλαδή τον κρατικό δανεισμό και τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό) να έχουν εξαντληθεί, δεν υπάρχουν περιθώρια κοινωνικής πολιτικής, αν δεν προκύψουν πρόσθετοι πόροι μέσα από την ενίσχυση της ανάπτυξης και του ανταγωνισμού.
«Το άλλαξε ο… Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς ελάχιστους θα πείσει», λέει καυστικά έμπειρος χρηματιστής με σοβαρές διασυνδέσεις και σημειώνει: «Είναι προφανές ότι θα υπάρξουν αλλαγές τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στους χώρους που εκπροσωπούνται σε αυτήν, ότι θα υπάρξουν ευρύτερες αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό. Ορισμένες δυνάμεις θα ανασυνταχτούν σε νέα σχήματα, πολύ πιθανό να αλλάξουν και οι ονομασίες. Όμως αυτά μικρή σημασία θα έχουν αν δεν υπάρξει αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση μεταρρυθμιστικών πολιτικών.
Οι φόροι πρέπει να επανέλθουν στα επίπεδα στα οποία βρίσκονται στην υπόλοιπη Ευρώπη και το ΑΕΠ θα πρέπει να αυξηθεί. Η αγορά θα πρέπει να λειτουργήσει ξανά, με νέους πρωταγωνιστές σε μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού στίβου, χωρίς την επίδραση του αθέμιτου ανταγωνισμού από τους υπερχρεωμένους, που εκτός των άλλων στραγγαλίζει τη ρευστότητα και τα περιθώρια χρηματοδότησης.
Όλα αυτά όμως πρέπει να γίνουν με σαφείς κανόνες, με ένα νέο πλαίσιο δράσης, το οποίο θα πρέπει τώρα, όσο το δυνατόν συντομότερα, να ορίσει η κυβέρνηση. Το ερώτημα είναι αν είναι σε θέση να το κάνει ή βρίσκεται αιχμάλωτη του κακού εαυτού της».