Σε νέα φάση ανάπτυξης βρίσκεται η κυπριακή οικονομία, σύμφωνα με την τελευταία Οικονομική Επισκόπηση του Τμήματος Οικονομικών Ερευνών της Ελληνικής Τράπεζας.
Όπως επισημαίνει στην ανάλυσή της, η Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών της Τράπεζας, η φάση ανάκαμψης έχει ολοκληρωθεί και η οικονομία έχει εισέλθει στη φάση ανάπτυξής της.
Η Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών σημειώνει ότι το ενθαρρυντικό στοιχείο σχετικά με τη νέα φάση ανάπτυξης της οικονομίας, που βοηθάει στην αποφυγή της δημιουργίας ενός νέου φαύλου κύκλου, είναι ότι η επίδοση της οικονομίας δεν είναι αποτέλεσμα της συνεισφοράς της κυβέρνησης μέσω του δημοσίου τομέα και επομένως του πολλαπλασιαστικού ρόλου που έχει, ούτε της αλόγιστης και μη-βιώσιμης πιστωτικής επέκτασης που χρηματοδοτούσε την κατανάλωση κατά την περίοδο πριν από την κρίση.
Η Ελληνική Τράπεζα εκτιμά οι μακροοικονομικές προοπτικές της κυπριακής οικονομίας είναι θετικές και συνοδεύονται από τη σημαντική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του 2018, το σημαντικό ρυθμό αύξησης της απασχόλησης και την περαιτέρω βελτίωση βασικών εγχώριων δεικτών. Η ανάπτυξη αναμένεται ότι θα υποστηριχθεί κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και από τη συνεχή βελτίωση στην αγορά εργασίας. Οι δημόσιες δαπάνες αναμένεται επίσης να συμβάλουν θετικά στην ανάπτυξη μέσω δημοσίων επενδύσεων.
Η ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας με την ανεργία να μειώνεται στο 6,6% το 2019. Ο πληθωρισμός για το 2019 αναμένεται να παραμείνει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, γύρω στο 1,0%.
Σε όρους απόλυτων μεγεθών, η αξία της εγχώριας παραγωγής τελικών αγαθών και υπηρεσιών σε σταθερές τιμές, δηλαδή το πραγματικό ΑΕΠ, διαμορφώθηκε στα €20,3 δισ. το 2018, ξεπερνώντας το ανώτατο επίπεδο πριν από την κρίση.
Το ονομαστικό ΑΕΠ, δηλαδή η αξία της εγχώριας παραγωγής τελικών αγαθών και υπηρεσιών σε τρέχουσες τιμές, ανήλθε στα €20,7 δισ. το 2018, από €19,6 δισ. το προηγούμενο έτος.
Η τράπεζα υπογραμμίζει ότι τα δημόσια οικονομικά σταθεροποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με στόχο την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Έπειτα από αύξηση σε περίπου 103 % του ΑΕΠ το 2018, ο δείκτης δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί σε 95% το 2019, και να εξακολουθήσει να εμφανίζει στη συνέχεια σταθερή μείωση, υποχωρώντας στο 89% το 2020.
Επίσης, όπως τονίζεται έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος για την αναδιάρθρωση και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου. Οι κυπριακές τράπεζες έχουν κάνει σημαντικά βήματα για τη σταθεροποίηση του συστήματος και βρίσκονται πλέον σε στερεότερη βάση. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) στο τραπεζικό σύστημα μειώθηκε σημαντικά το 2018, αλλά παραμένει ένας από τους υψηλότερους στην ΕΕ.
Όπως επισημαίνει στην ανάλυσή της, η Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών της Τράπεζας, η οικονομική ανάκαμψη, μαζί με τις βελτιωμένες εγχώριες χρηματοπιστωτικές συνθήκες, δημιούργησαν και διατήρησαν ισχυρό κλίμα οικονομικής εμπιστοσύνης.
Ως αποτέλεσμα, διεθνείς οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης αναβάθμισαν την πιστοληπτική αξιολόγηση της Κύπρου και των μεγαλύτερων εγχώριων τραπεζικών ιδρυμάτων.
Εκμεταλλευόμενη τις σταθερές συνθήκες στις αγορές καθώς και τις αναβαθμίσεις, η Κυπριακή Δημοκρατία, τον Φεβρουάριο του 2019, άντλησε χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές, μέσω της έκδοσης δεκαπενταετούς ομολόγου ύψους €1 δισ., με απόδοση 2,75%. Ακολούθως, το Μάιο του 2019 η Δημοκρατία άντλησε νέα χρηματοδότηση συνολικού ύψους €1.25 δισ., αποτελούμενη από πενταετή ομολογία ύψους €500 εκατ. (απόδοση 0,673%) και τριακονταετή ομολογία €750 εκατ. (απόδοση 2,835%). Έκτοτε, η απόδοση των κρατικών ομολόγων έχει μειωθεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα επιτρέποντας την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους με δανεισμό χαμηλότερου κόστους και με μεγαλύτερο μέσο όρο διάρκειας.
Όχι στον εφησυχασμό
Η Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών της τράπεζας σημειώνει ότι η καλύτερη των προσδοκιών επίδοση της οικονομίας δεν πρέπει να προκαλέσει εφησυχασμό, ούτε χαλάρωση των προσπαθειών για την περαιτέρω μεταρρύθμισή της.
«H υλοποίηση σημαντικών δομικών μεταρρυθμίσεων θα συμβάλει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας», τονίζεται.
Σημαντικές μεταρρυθμίσεις που εξακολουθούν να εκκρεμούν αφορούν στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, στη δημόσια διοίκηση, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στο δικαστικό σύστημα και στην εκπαίδευση.
Επίσης, αναφέρεται ότι θα πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για βελτίωση και διεύρυνση των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών (ηλεκτρονική διακυβέρνηση) συμπεριλαμβανομένων και των ηλεκτρονικών πληρωμών, που με τη σειρά τους θα συμβάλουν στην οικοδόμηση μιας βιώσιμης οικονομίας.
Επιπλέον, περαιτέρω προώθηση των ηλεκτρονικών πληρωμών θα ενισχύσει τη διαφάνεια στην οικονομία και θα συμβάλλει στη συγκράτηση της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, καθώς οι ηλεκτρονικές πληρωμές εντοπίζονται ευκολότερα.
Είναι σημαντικό να χρησιμοποιηθεί η τρέχουσα δυναμική της ανάπτυξης για την υλοποίηση των προαναφερθεισών μεταρρυθμίσεων. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις είναι ευκολότερο να εφαρμόζονται όταν οι οικονομίες αναπτύσσονται, εφόσον δημιουργούνται δημοσιονομικά περιθώρια απορρόφησης των απαιτούμενων μεταβατικών εξόδων.
Όπως προκύπτει από τις επισημάνσεις της τράπεζας, παρά τα σημαντικά βήματα που γίνονται προς την κατεύθυνση αποκατάστασης του θετικού οικονομικού κλίματος, κάποιος βαθμός αβεβαιότητας παραμένει καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν θέματα που χρειάζονται άμεσης επίλυσης, όπως ο ψηλός δείκτης των ΜΕΧ, η υψηλή ανεργία και το ψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, τα οποία όμως βρίσκονται σε σταθερή πτωτική πορεία.
Τα αυξημένα επίπεδα ΜΕΧ, συνεχίζουν να ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τη σταθερότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Το βελτιωμένο μακροοικονομικό περιβάλλον αναμένεται να στηρίξει περαιτέρω τις προσπάθειες των τραπεζών για την αντιμετώπιση του υψηλού επιπέδου των ΜΕΧ. Επίσης, ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας και εκποιήσεων αποτελεί σημαντικό εργαλείο προς την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Όσον αφορά τις εξωτερικές προκλήσεις, αυτές σχετίζονται με χαμηλότερους από τους αναμενόμενους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία λόγω των αυξανόμενων εμπορικών εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και την αβεβαιότητα γύρω από το Brexit και την υποτίμηση της στερλίνας.
Επίσης, η επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και Ανατολικής Μεσογείου, ενδεχομένως να προκαλέσουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομική εμπιστοσύνη, στον τουρισμό και κατ’ επέκταση στη συνολική οικονομική δραστηριότητα. Από την άλλη, οι γεωπολιτικές εντάσεις στις γειτονικές χώρες καθιστούν την Κύπρο ασφαλέστερο τουριστικό προορισμό και θα μπορούσαν επομένως να αντισταθμίσουν, σε κάποιο βαθμό, την πιθανή μείωση του τουριστικού ρεύματος από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Θετικότεροι από τους αναμενόμενους ρυθμούς ανάπτυξης σχετίζονται με την αυξημένη εμπιστοσύνη που θα οδηγούσε σε ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση καθώς και με την ανάπτυξη των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου της Κύπρου εάν αυτή αποδειχθεί οικονομικά βιώσιμη.