Ο τρόπος με τον οποίο εκτυλίχθηκε η παγκοσμιοποίηση ήταν λανθασμένος. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει πλέον τόσο από τα εμπειρικά δεδομένα (την ανακοπή της τα τελευταία χρόνια για γεωπολιτικούς και άλλους λόγους, ιδίως από τις ΗΠΑ που πρωτοστάτησαν στην καθιέρωσή της) όσο και από τη στροφή αναγνωρισμένων αρθρογράφων. Οι οποίοι κάποτε την υπερασπίζονταν φανατικά, ενώ οι αντίθετες απόψεις, όπως αυτή που εκφράσαμε ήδη από το 2010, έπεφταν στο κενό.
Το μέγιστο λάθος σε θεωρητικό επίπεδο ήταν η επικράτηση της φιλελεύθερης άποψης του Φράνσις Φουκουγιάμα, που μπορεί να συνοψιστεί ως μήνυμα της Δύσης στον υπόλοιπο κόσμο, στη φράση «θα σας κάνουμε πλούσιους και θα γίνετε δημοκράτες». Κάτι που αποδείχτηκε, εκ του αποτελέσματος, πλάνη πρώτου μεγέθους.
Απόρροια αυτής της ιδεοληπτικής πλάνης είναι το στρατηγικό λάθος που διέπραξαν σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο οι Ηνωμένες Πολιτείες, πρωτοστατώντας στη γιγάντωση του σημερινού μεγάλου αντιπάλου τους, της Κίνας (με τους όρους μάλιστα που έθετε η τελευταία) και αλλάζοντας αργά αλλά δραστικά τους συσχετισμούς οικονομικής ισχύος της Δύσης με τον υπόλοιπο κόσμο, που σήμερα αποκαλούμε «παγκόσμιο Νότο».
Τα αποτελέσματα, όμως, κοινωνικά και πολιτικά, ήταν βαριά και στο εσωτερικό των περισσότερων χωρών της Δύσης. Όπως διαπιστώνει και πρόσφατη έρευνα, η παγκοσμιοποίηση ωφέλησε τη συγκέντρωση κυρίως χρηματιστικού πλούτου στα ανώτατα στρώματα. Αντιθέτως, επέφερε αποβιομηχάνιση, απώλεια θέσεων εργασίας και αναταραχή στις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις.
Επιπλέον, η ελεύθερη ροή κεφαλαίων, σε ένα καθεστώς διεθνούς φορολογικής αναρχίας, και η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία των αγορών, σε θέματα άσκησης οικονομικής πολιτικής, περιόρισαν δραστικά τη δυνατότητα παρεκκλίσεων της εκάστοτε κυβέρνησης από την τρέχουσα οικονομική ορθοδοξία.
Ακόμη και η φορολόγηση του μεγάλου πλούτου είναι πλέον σύνθημα χωρίς αντίκρισμα, καθώς το «κεφάλαιο» έχει τη δυνατότητα να μετακινηθεί ανεμπόδιστα από χώρα σε χώρα. Το έμαθε προ ετών και ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, ο σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις εξαγγελίες του για σκληρή φορολόγηση των πλουσίων, προκειμένου να αποφύγει τις μαζικές εκροές.
Ωστόσο, οι καταναλωτικές αγορές λειτουργούν διαφορετικά, όπως φαίνεται και στην περίπτωση της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς. Οι διεθνείς κολοσσοί του κάθε τομέα θα επιλέξουν όχι μόνο πού βρίσκονται για εκείνους οι καλύτεροι όροι για να παραγάγουν, αλλά και τις τιμολογιακές πολιτικές πωλήσεων που θα ασκήσουν, ανάλογα με τις ιδιομορφίες και τα ευάλωτα στοιχεία της κάθε αγοράς. Κι όσο μικρότερη είναι αυτή, κατά κανόνα, τόσο χειρότερο για τους καταναλωτές της. Ο περίφημος «νόμος της μίας τιμής», στην οικονομική θεωρία, δεν φαίνεται να εφαρμόζεται στην πράξη.
Μέσα σε αυτό το διεθνοποιημένο πλαίσιο που περιγράψαμε, εκτυλίσσονται οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης -και κάθε κυβέρνησης- να τετραγωνίσει τον κύκλο, ενίοτε καταφεύγοντας σε ακροβασίες. Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργεί διασυνδεδεμένη και με τους κανόνες της ευρωπαϊκής. Και οι τρεις τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι ελέγχονται από το εξωτερικό. Οι τράπεζες πρέπει να είναι ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο και να έχουν κέρδη για να μην πέσουν οι μετοχές τους και χάσουν τους ξένους επενδυτές.
Στα ταχυκίνητα καταναλωτικά είδη (FMCG), οι παραγωγοί -με ελάχιστες εξαιρέσεις- είναι πολυεθνικές του εξωτερικού, ενώ κι όταν δεν είναι, ελέγχονται κυρίως από διεθνή συμφέροντα. Για τους περισσότερους, η σημασία της μικρής ελληνικής αγοράς είναι σχεδόν οριακή, ενώ το περιθώριο κέρδους έχει μεγαλύτερη ουσία από την αύξηση ήδη μεγάλων μεριδίων.
Ο «στενός κορσές» ρίχνει τις κυβερνήσεις
Από τον συνδυασμό των παραπάνω, τα υψηλά ποσοστά κρατικού χρέους και ελλειμμάτων σε πολλές δυτικές χώρες, συν τα εγγενή προβλήματα όπως το δημογραφικό (που εμμέσως καθιστά την εισροή μεταναστών εν μέρει απαραίτητη), προκύπτουν τα πολιτικά αποτελέσματα που παρατηρούμε στις περισσότερες χώρες της Δύσης.
Οι κυβερνήσεις εκλέγονται με υποσχέσεις που αδυνατούν να τηρήσουν, και αποδεικνύονται αναλώσιμες, σε ορισμένες περιπτώσεις με καταστροφικά αποτελέσματα για τις παρατάξεις που εκπροσωπούν. Η ανάγκη δημοκρατικής εναλλαγής, μέσα στο πλαίσιο του συστήματος, δημιουργεί ρευστά σχήματα κυβερνητικών συμμαχιών γύρω από το «κέντρο» (μια έκφραση που στην εποχή μας συμβολίζει όλο και περισσότερο την πλήρη αποδοχή των κυρίαρχων υπερεθνικών πολιτικών) σε συνήθως κατακερματισμένα πολιτικά τοπία.
Κινούμενα όμως μέσα στον «κορσέ» του ίδιου πλαισίου διακρατικής κυρίαρχης πολιτικής, με τη στενότητα οικονομικών πόρων να παγιοποιείται, το πιθανότερο είναι ότι και αυτά τα σχήματα θα έχουν τη μοίρα των προηγούμενων.
Αυτή είναι η «κατάρα» από την οποία υποφέρουν οι σύγχρονες κυβερνήσεις. Στο μεταξύ, οι πολιτικές εναλλακτικές εντός του συστήματος ολοένα περιορίζονται, ενώ στην άλλη πλευρά καιροφυλακτούν οι αντισυστημικές δυνάμεις που σταθερά αυξάνουν τα ποσοστά τους.
Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική στην Ελλάδα. Είναι εντυπωσιακό ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έπεσε και διατηρείται στα επίπεδα του 28-30% παίζοντας χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο και με τους βασικούς οικονομικούς δείκτες να αναπτύσσονται, έστω και με μέτριους ρυθμούς. Τι θα συμβεί αν η κατάσταση χειροτερέψει;
Αυτή η ανασφάλεια για τη μελλοντική κυβερνησιμότητα εξηγεί όχι μόνο τις εκκλήσεις για ενιαίο κεντροαριστερό μέτωπο, αλλά και τη μέγιστη σημασία που δίνεται στον επηρεασμό των εσωκομματικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ από τις όμορες παρατάξεις ένθεν κακείθεν. Κάτι που φαίνεται καθαρά στις πολιτικές και παραπολιτικές στήλες των ΜΜΕ, ανάλογα με την πλευρά που εκφράζουν.
Εάν δεν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στο κοινωνικό τοπίο, το ΠΑΣΟΚ είναι πιθανό ότι θα εξελιχθεί σε ρυθμιστή του αποτελέσματος των επόμενων εκλογών, που δεν είναι καθόλου απαραίτητο ότι θα γίνουν το 2027 και όχι νωρίτερα. Άρα η πολιτική κατεύθυνση της νέας ηγετικής ομάδας θα έχει μεγάλη σημασία για τις ευρύτερες εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα.
Η κυβερνησιμότητα στις επόμενες εκλογές, όμως, είναι πιθανό ότι απλώς θα μεταθέσει το πρόβλημα. Θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας είναι ότι κάθε πολίτης έχει μία ψήφο. Όταν λοιπόν τα «αντισυστημικά» ποσοστά δυσαρέσκειας φτάνουν σε πολύ υψηλά επίπεδα (ασχέτως αν δεν αθροίζονται πολιτικά στην παρούσα συγκυρία), δεν αρκεί να αλλάξουν τα πρόσωπα και οι ταμπέλες, με μικροδιαφορές πολιτικής.
Είτε πρέπει να αλλάξουν ουσιαστικά οι πολιτικές είτε να πειστούν οι πολίτες ότι η κατάσταση δεν αλλάζει, κι ότι «αυτά που ήξεραν» σε ό,τι αφορά το βιοτικό τους επίπεδο -κι εκείνο που θα έχουν τα παιδιά τους- πρέπει σιγά σιγά να τα ξεχάσουν. Προς το παρόν, τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο φαντάζουν πολύ δύσκολα. Κι όχι μόνο για την Ελλάδα.