Όταν γράφαμε την περασμένη Δευτέρα ότι Το «καμπανάκι» των Ευρωεκλογών ίσως ήταν το τελευταίο!, δεν περιμέναμε ότι ο Μακρόν θα έπαιζε τη Γαλλία στα… ζάρια, επιταχύνοντας έτι περισσότερο τις εξελίξεις, ούτε ότι η Νέα Δημοκρατία θα έπεφτε κάτω από το ψυχολογικό όριο του 30%.
Παρά τις διαβεβαιώσεις για τη συνεχιζόμενη ισχύ του «κέντρου» στο Ευρωκοινοβούλιο (που ισχύουν αλλά όχι με τον τρόπο που διατυπώνονται), τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών πυροδότησαν ένα κλίμα αβεβαιότητας που προστίθεται στο μεγάλο ερώτημα για το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος στις ΗΠΑ.
«Je prends mon risque», δηλαδή «παίρνω το ρίσκο μου», φέρεται να είπε ως τζογαδόρος ο Γάλλος ηγέτης, επαναλαμβάνοντας μία από τις αγαπημένες του φράσεις, ενώ προκήρυσσε εκλογές βυθίζοντας τη χώρα (και την Ευρώπη) σε αναταραχή. Τα μέχρι τώρα προγνωστικά φέρνουν το κόμμα του στην... τρίτη θέση, πίσω από το κόμμα της Λεπέν αλλά και το «αριστερό μέτωπο» που συγκροτήθηκε εσπευσμένα εναντίον του.
Ελάχιστα καλύτερα τα όσα συμβαίνουν και με το SPD στη Γερμανία, το κόμμα του πρωθυπουργού Όλαφ Σολτς, που επίσης καταποντίστηκε στις ευρωεκλογές, καθώς δεύτερο κόμμα αναδείχθηκε το πανταχόθεν βαλλόμενο ακροδεξιό AfD. Οι εκτιμήσεις ότι η κυβέρνηση δεν θα φτάσει μέχρι το τέλος της θητείας της ήδη κυκλοφορούν, παρότι ο ίδιος ο Σολτς δήλωσε ότι δεν προτίθεται να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές.
Περίπου τα ίδια και στη Βρετανία, όπου οι Τόρις του Ρίσι Σούνακ καταγράφονται από τις δημοσκοπήσεις, ενόψει πρόωρων εκλογών, σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά. Πίσω από τους Εργατικούς, ενδεχομένως και από το Reform UK στο οποίο επέστρεψε ως ηγέτης ο πρωταγωνιστής του… Brexit Νάιτζελ Φάρατζ. Σημείο των καιρών και αυτό.
Στον Καναδά και στην Ιαπωνία, τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις εκτός Ευρώπης και ΗΠΑ, ο πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό έχει δημοσκοπική απήχηση της τάξεως του 25%, μόλις… 18 μονάδες κάτω από το συντηρητικό κόμμα, ενώ ο Ιάπωνας συνάδελφός του Φούμιο Κισίντα έχει υποστεί καθίζηση και βρίσκεται στην περιοχή του 21%. Συγκριτικά με όλους αυτούς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορούσε και να πανηγυρίζει για το 28%.
Μένουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα δυσάρεστα βγάζουν -συνδυαστικά- ακόμη πιο επικίνδυνο αποτέλεσμα. Δεν είναι μόνο ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν υπολείπεται του Ντόναλντ Τραμπ στις διάφορες προβλέψεις για τη νίκη, ή ότι ο συντηρητικός Economist δίνει «δύο στις τρεις» πιθανότητες να εκλεγεί ο αντίπαλός του.
Είναι και ότι συνεχώς πληθαίνουν τα σημάδια γεροντικής άνοιας του Τζο Μπάιντεν, με αποκορύφωμα τα βίντεο που έκαναν τον γύρο του κόσμου στην πρόσφατη διάσκεψη της G-7, δείχνοντας έναν Αμερικανό πρόεδρο που συμπεριφέρεται εντελώς αλλόκοτα, όπως στη συνάντηση με τον Πάπα, ενώ φαίνεται να χάνει κατά διαστήματα κάθε επαφή με το περιβάλλον του.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι φήμες περί βεβιασμένης αντικατάστασής του στη διεκδίκηση της προεδρίας έχουν φουντώσει στις ΗΠΑ, με χρονοδιάγραμμα μέχρι τον Αύγουστο που θα γίνει το συνέδριο των δημοκρατικών. Το αντίθετο φαντάζει πλέον καταστροφικό ενόψει νέας 4ετούς θητείας.
Η κατάσταση δεν είναι καθόλου αστεία, παρότι έχει ίσως τις ιλαροτραγικές στιγμές της. Η μόνη ηγέτιδα με σημαντική αποδοχή από τους συμπατριώτες της, που βρέθηκε στην G-7, ήταν η (ακρο)δεξιά Τζόρτζια Μελόνι, για την οποία υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες αν έχει πράγματι εγκαταλείψει παλαιότερες θέσεις ή απλά έχει προσαρμοστεί στις συγκυριακές ισορροπίες δυνάμεων.
Όταν όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο πολύ μεγάλων στρατηγικών διλημμάτων για τη Δύση, γεωπολιτικών, κλιματικών και κοινωνικών, με την παγκόσμια ένταση να βρίσκεται σε πρωτόγνωρα επίπεδα, είναι έως και αξιοπερίεργο ότι σχεδόν ουδείς διερωτάται δημοσίως: «Τελικά ποιοι εκλεγμένοι κυβερνούν σήμερα τον ελεύθερο κόσμο και με ποια νομιμοποίηση θα μπορούσαν να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις με μακροχρόνιο ορίζοντα;».
«Ποιο δομικό (και όχι περιστασιακό) συστημικό πρόβλημα έχουν οι ΗΠΑ, ώστε σχεδόν οκτώ χρόνια μετά την εκλογή του προέδρου Τραμπ βρίσκονται να έχουν πάλι ως μονομάχους, από τη μία τον ξεκάθαρα γηρασμένο ίσως και περιστασιακά ανήμπορο Μπάιντεν, κι από την άλλη, τον εγωμανή Ντόναλντ Τραμπ με τα πορτοκαλί μαλλιά, που προκάλεσε όσο κανείς αλλά διατηρεί τη δημοφιλία του απέναντι σε κάθε αντιξοότητα, ακόμη και δικαστική;».
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα φαίνεται προφανής, αν και όχι ιδιαίτερα καθησυχαστική. Στις ΗΠΑ κυβερνούν οι μηχανισμοί εξουσίας που ανάλογα με το ποιο κόμμα βρίσκεται στο πηδάλιο (ενίοτε όμως και εν μέρει ανεξάρτητα, ιδίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής) κινούν τις διαδικασίες και λαμβάνουν τις αποφάσεις, τις οποίες ο εκάστοτε πρόεδρος καλείται να «ευλογήσει».
Σε μια αντίστοιχη εποχή φαίνεται πως βαδίζουμε τώρα και στην Ευρώπη, με τους «ευρωκράτες» κυρίως της Κομισιόν να έχουν μοναδική ευκαιρία να επιβάλλουν πολιτικές, κόντρα ακόμη και στη θέληση της Γαλλίας ή της Γερμανίας. Ουδείς θα μπορούσε να σκεφτεί πριν λίγα χρόνια ότι θα περνούσε ρύθμιση για δασμούς στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα (μετά την πίεση των ΗΠΑ), κόντρα στη θέληση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, από μια Κομισιόν, η σύνθεση της οποίας πολύ σύντομα θα αλλάξει.
Μεγαλύτερη «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος. Δεν είναι όμως λίγοι οι γνώστες του πώς λειτουργεί το σύστημα, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη επιρροή στις πολιτικές της ΕΕ ασκούν πλέον οι… Ηνωμένες Πολιτείες, με μοχλό ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (που στηρίζονται στην υπερδύναμη για την ασφάλειά τους) και την ηγεσία της Κομισιόν.
Σημειώστε ότι θα γίνει μεγάλη προσπάθεια ώστε να οριστεί ξανά η αμφιλεγόμενη Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επικεφαλής της Κομισιόν, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δηλαδή η πρώτη συμφωνία να κλείσει άτυπα μεταξύ ηγετών αύριο και να επισημοποιηθεί στη Διάσκεψη Κορυφής στις 27-28 Ιουνίου, ελάχιστες μέρες πριν τον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών.
Το δεύτερο ερώτημα, για το μέγεθος της δομικής κρίσης στις ΗΠΑ, δεν έχει εύκολη απάντηση. Προσώρας άλλωστε, καμουφλάρεται εν μέρει πίσω από την άνοδο των χρηματιστηριακών της αγορών και τη σχετική δύναμη της οικονομίας. Ελάχιστοι λαμβάνουν υπόψη τους το ολοένα και μεγαλύτερο δημόσιο χρέος, που κινείται πλέον στο 125% του ΑΕΠ, αλλά και τους καταιγιστικούς ρυθμούς αύξησής του, παρέα με το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Μέρος της απάντησης, ωστόσο, ίσως προκύψει τους επόμενους μήνες, μέσα από τις εξελίξεις για την αμερικανική προεδρία. Ό,τι κι αν συμβεί στις ΗΠΑ, όμως, η σχεδόν ταυτόχρονη πολιτική αστάθεια στις ισχυρές χώρες της Ευρώπης, μετά τον καταστρεπτικό πόλεμο στην Ουκρανία και τις συνέπειες που έχει επιφέρει στη Γηραιά Ηπειρο, στα μέτωπα της ακρίβειας, της ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής συνοχής, θα πρέπει να προβληματίσει.
Ενδέχεται τα χειρότερα να είναι μπροστά, σε μια περίοδο που δεν αποκλείεται να κριθεί το μέλλον της Ευρώπης και η θέση της στις ισορροπίες ισχύος των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων, επηρεάζοντας ποικιλοτρόπως και την Ελλάδα.