Εάν υπάρχει ένας τομέας στον οποίο η βαθμολογία της κυβέρνησης πλησιάζει το «άριστα» είναι βέβαιο ότι αφορά στην προσέλκυση έμμεσων ξένων επενδύσεων, είτε αυτές αφορούν κινητές αξίες του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, είτε εξαγορές υπαρκτών επιχειρήσεων.
Πρόκειται για επίτευγμα ασυνήθιστο, που έχει συγκεκριμένη αφετηρία. Για πρώτη φορά εφαρμόστηκε από ελληνική κυβέρνηση, ένας συνδυασμός πολιτικών και τακτικών με συγκεκριμένους στόχους -και άμεση εμπλοκή του πρωθυπουργού.
Πρώτος στόχος ήταν η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που έχει επιτευχθεί, με σημαντικά εν δυνάμει αποτελέσματα και για την ευρύτερη οικονομία. Ο δεύτερος στόχος αφορά την αναβάθμιση της Κεφαλαιαγοράς σε ανεπτυγμένη, στο διάστημα 2024-2025. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, γίνονται μικρές ή μεγαλύτερες «θυσίες» από πλευράς κυβέρνησης και αναλαμβάνεται ρίσκο.
Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, με επιτυχία, τόσο με την εσπευσμένη πώληση ποσοστών του ΤΧΣ στις τράπεζες, όσο και με την εισαγωγή του Διεθνούς Αεροδρομίου της Αθήνας στο Χρηματιστήριο, αμφότερα σε περιόδους αυξημένης αβεβαιότητας στις αγορές, εξαιτίας των γεωπολιτικών εντάσεων.
Η κυβέρνηση ρισκάρει προκειμένου να πετύχει συνδυαστικό αποτέλεσμα, το οποίο μπορεί να έχει πολλαπλασιαστικά οικονομικά οφέλη σε βάθος χρόνου. Κοινώς, είτε αρέσει αυτό είτε όχι, στους συγκεκριμένους τομείς, διαθέτει όραμα και προσπαθεί ενεργά να το εφαρμόσει.
Στην αντιμετώπιση των αναπτυξιακών προοπτικών της οικονομίας, όμως, παραδόξως δεν εμφανίζεται η ίδια μακροχρόνια οπτική και η επιδίωξη οράματος. Μην παρεξηγηθούμε, επιχειρηματίες και τραπεζίτες αναγνωρίζουν όσα έχει πετύχει η κυβέρνηση στον συγκεκριμένο τομέα, σταθεροποιώντας την οικονομία, λειτουργώντας με δημοσιονομική πειθαρχία και ισορροπία, εξασφαλίζοντας πόρους.
Εκτιμούν και οι ίδιοι ότι εάν δεν μεσολαβήσουν αστάθμητοι εξωγενείς παράγοντες, με έμφαση στη γεωπολιτική, η οικονομία φαίνεται να έχει μπροστά της 2-3 καλές χρονιές.
Εν μέρει, διότι με την κυβερνητική πολιτική εκδηλώθηκε η εκτίναξη του συμπιεσμένου επί πολλά χρόνια «ελατηρίου» της οικονομίας. Εν μέρει, διότι αυτό το διάστημα η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται, όταν μεγάλες οικονομίες βρίσκονται στα πρόθυρα της ύφεσης. Λειτουργεί έτσι ως «εξαίρεση», ως «φάρος καλών επιδόσεων» στο διεθνές σκηνικό.
Κοιτώντας πέρα από το βραχυπρόθεσμο
Κάτω όμως από αυτό το ευοίωνο παρόν, κρύβονται αδυναμίες που απειλούν να βάλουν φρένο στη «βιώσιμη ανάπτυξη» της χώρας. Το Ελλάδα 2.0, το RRF (στο οποίο ήδη παρουσιάζονται σημάδια κόπωσης) δεν αποτελούν φάρμακο για πάσα νόσο.
Συνοψίζοντας σε μια φράση το πρόβλημα, το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα από την εποχή πριν τη μεγάλη κρίση και τα μνημόνια. Η οικονομία μας συνεχίζει να στηρίζεται υπέρμετρα στην κατανάλωση και στον τουρισμό, πάσχει από μικρό μέγεθος οικονομικών μονάδων, το δημογραφικό εξελίσσεται σε σοβαρότατη τροχοπέδη, ενώ δεν υπάρχει εθνική στρατηγική για τη βιομηχανία.
Δεν υπάρχει, εντέλει, ελκυστικό και συνεκτικό «αφήγημα» για τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας, όταν οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι το τρέχον «στόρι», του μαύρου πρόβατου που έγινε καλός μαθητής, έχει εξ ορισμού περιορισμένη διάρκεια ζωής.
Τα παραπάνω έχουν αντίκτυπο στο περιβόητο «επενδυτικό κενό» που εξακολουθεί να βαραίνει τις προοπτικές της χώρας. Οι άμεσες επενδύσεις greenfield και brownfield, στις οποίες η χώρα μας δεν έχει καταφέρει να πετύχει αξιοσημείωτα αποτελέσματα, απαιτούν μεγαλύτερο θετικό ορίζοντα και πιο ουσιαστικές προϋποθέσεις. Οι οποίες, έως τώρα, δεν καλύπτονται σε ικανοποιητικό βαθμό.
Εκείνοι που διατυπώνουν τον σχετικό προβληματισμό αντιλαμβάνονται και τους de facto ευρύτερους περιορισμούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βολοδέρνει κάτω από την αφόρητη πίεση που δημιουργούν το ενεργειακό σοκ από τον πόλεμο στην Ουκρανία και ο έντονος οικονομικός ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων, με έκδηλο κρατικό παρεμβατισμό.
Προς το παρόν, εμφανίζεται ανήμπορη ακόμη και στα στοιχειώδη. Στην προστασία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας που φυλλορροεί, στη χάραξη μιας «ευρωπαϊκής» αναπτυξιακής πολιτικής, ενόψει και σημαντικών τεχνολογικών αλλαγών, όπως η επέλαση της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Ομοίως, οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι καθώς μετακινούνται οι τεκτονικές πλάκες της γεωπολιτικής, δεν είναι εύκολο να καθοριστούν με σιγουριά οι στόχοι για τα επόμενα πέντε και δέκα χρόνια.
Κατά την άποψή τους, όμως, αυτές ακριβώς οι προκλήσεις είναι που καθιστούν περισσότερο αναγκαία την έναρξη μιας οργανωμένης «εθνικής» συζήτησης μεταξύ κράτους και ιδιωτικού τομέα, πιθανώς με τη συγκρότηση κοινών μόνιμων ομάδων εργασίας, ικανού επιπέδου, προκειμένου να δημιουργηθεί μια «πυξίδα» για την περαιτέρω βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Αλλά και για να προκύψουν συγκεκριμένες πολιτικές επικέντρωσης των εγχώριων δυνατοτήτων, δημιουργώντας μονιμότερα εθνικά πλεονεκτήματα.
Το παράθυρο ευκαιρίας, για να συμβούν αυτά, το δημιουργούν οι επιτυχίες που προηγήθηκαν. Οι προσδοκίες ότι βραχυπρόθεσμα η δυναμική είναι έντονα θετική. Χρόνος ακόμη υπάρχει. Το ερώτημα είναι αν θα τον αξιοποιήσουμε έγκαιρα.