Πρώτα αναγκάστηκαν να σταματήσουν το κλείσιμο καταστημάτων, διότι άρχισαν να «μυρίζουν» εκλογές και οι αντιδράσεις σε κάποιους νομούς κρίθηκαν πολιτικά επώδυνες.
Μετά ήρθε η άρνηση της κυβέρνησης να περάσει τροπολογία για τους πλειστηριασμούς, παραπέμποντας στο ΣτΕ. Τώρα, καλούνται να επιδοτήσουν δανειολήπτες, να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων και να μειώσουν τις προμήθειες που επιβάλλουν, ενώ η πολιτική αβεβαιότητα φαίνεται να «παγώνει» τους επενδυτές κι ενδεχομένως να καθυστερεί την απόκτηση «επενδυτικής βαθμίδας» από τη χώρα.
Μικρή λοιπόν παρηγοριά για τους Έλληνες τραπεζίτες, τα αυξημένα κέρδη του τελευταίου διαστήματος, καθώς μπροστά τους έχουν περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων λόγω πληθωρισμού, πιθανή μείωση της ροπής προς επένδυση, αλλά και τον φόβο νέων κόκκινων δανείων.
Αν ρωτήσετε κάποιους «παλιούς» του χώρου, που όμως έσπευσαν να εξαργυρώσουν την εμπειρία τους μεταπηδώντας σε όμορους χώρους χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, τα βάσανα των τραπεζιτών δεν είναι προσωρινά, ούτε μόνο ελληνικά. Οι μεγάλες διασώσεις και ανακεφαλαιοποιήσεις ανά τον κόσμο, οι οποίες έγιναν με χρήματα των φορολογούμενων, αλλά και οι αλλαγές στο εποπτικό πλαίσιο, ώστε να αποφευχθούν αντίστοιχα φαινόμενα στο μέλλον, δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον για τη λειτουργία των τραπεζών. Το οποίο καθιστά πολύ πιο δύσκολη την επίτευξη υψηλών επιπέδων κερδοφορίας, τουλάχιστον σε σχέση με άλλους χρηματοοικονομικούς τομείς.
Κοινώς, άσχετα αν οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν τεράστιο μέγεθος, χιλιάδες εργαζόμενους και ζωτικό ρόλο στη λειτουργία της οικονομίας, τα «πολλά λεφτά», που συνήθως συνοδεύονται κι από αντίστοιχο ρίσκο, βγαίνουν αλλού. Στον λεγόμενο «σκιώδη» τραπεζικό τομέα, στα private equity και σε πολλά άλλα είδη από funds και «μη τραπεζικούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς».
Στην πάντα ελαφρώς… μπασταρδεμένη ελληνική πραγματικότητα, η κατάσταση για τις τράπεζες είναι λίγο διαφορετική. Ίσως κάπως καλύτερη, ίσως λίγο χειρότερη, ανάλογα και με την οπτική γωνία του κάθε παρατηρητή. Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση (και οι κρατικές αρχές) κάνει τα στραβά μάτια σε ορισμένα θέματα φροντίζοντας να στηρίξει το «σύστημα», συχνά εις βάρος του πελάτη και του ανταγωνισμού. Κι από την άλλη, απαιτεί από τις τράπεζες να παίξουν το παιχνίδι του στις δύσκολες -και δη τις προεκλογικές- στιγμές, διευκολύνοντας τότε τον πελάτη, ως οιονεί… ψηφοφόρο.
Κάποιοι οπαδοί του φιλελευθερισμού θα σπεύσουν να κάνουν τη σύγκριση, ενδεχομένως με τις ΗΠΑ, όπου η κυβέρνηση δεν θα σκεφτόταν ίσως να τσακώνεται δημόσια με τους τραπεζίτες για τη στήριξη των δανειοληπτών ή το ύψος των προμηθειών, σε προεκλογική περίοδο. Ωστόσο, τώρα τελευταία κάτι τέτοια γίνονται και στη Μέκκα του καπιταλισμού, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το «πρέσινγκ» του προέδρου Μπάιντεν σε ολόκληρο τον κλάδο των καυσίμων, για την τιμή της βενζίνης στα πρατήρια.
Υπάρχουν άλλωστε και ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, που προχωρά ολοταχώς στην επιβολή έκτακτου φόρου στα «ουρανοκατέβατα κέρδη» των ισπανικών τραπεζών, ενώ είναι επίσης γεγονός ότι οι Αμερικανοί φορολογούμενοι πήραν πίσω με κέρδος τα λεφτά που έβαλαν στις τράπεζες, αντίθετα με τους Έλληνες, που έχουν χάσει δεκάδες δισεκατομμύρια και θα πάρουν πίσω κάμποσα… σεντς στο ευρώ, μέσω του ΤΧΣ. Οι ΗΠΑ όμως δεν είχαν φτάσει στη χρεοκοπία, ούτε μπήκαν σε μνημόνια.
Για αυτό και τέτοιου είδους θεωρητικές συζητήσεις, περί ανάμειξης του κράτους στον ιδιωτικό τομέα, μικρή πρακτική αξία έχουν στην ταραγμένη εποχή μας, καθώς το κράτος (ξανα)μπαίνει ολοένα και περισσότερο στα χωράφια του ιδιωτικού τομέα, παγκοσμίως. Η ουσία βρίσκεται στη θεμελιώδη αλληλεξάρτηση που έχουν οι μεγάλες συστημικές τράπεζες με την κοινωνία και την επιχειρηματικότητα. Κι εκεί βρίσκεται και το πρόβλημα των τραπεζιτών.
Το σημαντικό δεν είναι αν θα μειώσουν κάπως τις προμήθειες, θα αυξήσουν λίγο τα επιτόκια ή αν θα στηρίξουν παραπάνω μερικές δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες, παρότι σίγουρα όλες αυτές οι κινήσεις έχουν κόστος. Αυτό που έχει τη μέγιστη σημασία για τους ίδιους και τις μεγάλες τράπεζες που διοικούν, είναι αν θα συνεχίσει η οικονομία να αναπτύσσεται ή αν θα λυγίσει μεγάλο μέρος της κοινωνίας από τον συνδυασμό υψηλού πληθωρισμού/επιτοκίων, με χαμηλά ποσοστά ανάπτυξης ή και ύφεση. Αν δηλαδή θα κρατήσει η φετινή πλημμυρίδα (που σηκώνει όλες τις… βάρκες) έστω και με μικρότερους ρυθμούς, ή θα επιστρέψει η άμπωτη.
Σε αυτό το ερώτημα όμως κανένας δεν έχει σίγουρη απάντηση για τα επόμενα χρόνια. Οπότε μένει η «φαγούρα» για τα μικρότερα...