Οι «δεσμεύσεις» σε παγκόσμιο επίπεδο (αλλά και στην Ελλάδα) για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μοιάζουν πολύ με τις δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων περί ενιαίας εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, εσχάτως και με την επιθυμία των ΗΠΑ να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο, όπως έπαιζαν παλαιότερα ανά την υφήλιο.
Περισσότερο αποτελούν ευσεβείς πόθους παρά οτιδήποτε άλλο. Γιατί; Διότι οποιαδήποτε δέσμευση, ιδίως αν είναι μακρόπνοη, για να πείσει, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός οδικού χάρτη, με συγκεκριμένους ενδιάμεσους «σταθμούς». Ως γνωστόν, ουδείς φτάνει από το Α στο Ω χωρίς να περάσει από τα ενδιάμεσα γράμματα της αλφαβήτου.
Το γεγονός είναι ότι οι δεσμεύσεις των μεγάλων ρυπαντών (με πρώτη την Κίνα και δεύτερες τις Ηνωμένες Πολιτείες) όχι απλά δεν συνοδεύονται από οδικό χάρτη αλλά αντηχούν «κούφιες» ακόμη και στα αυτιά εκείνων που προσπάθησαν σκληρά για να τις αποσπάσουν. Μοιάζουν με τον νέο κλιματικό νόμο της δικής μας κυβέρνησης, που προβλέπει για παράδειγμα, πώληση στην Ελλάδα μόνο ηλεκτρικών αυτοκινήτων (μηδενικών ρύπων) για ΙΧ και ελαφρά επαγγελματικά, από το 2030!
Δεδομένου ότι ήδη μπαίνουμε στο 2022, σοβαρά ερωτήματα αποτελούν: α) πόσο πιο φτηνά θα είναι το 2030 τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα σε σύγκριση με το πενιχρό (για τα ευρωπαϊκά δεδομένα) εισόδημα του μέσου Έλληνα, β) αν θα υπάρχει το απαιτούμενο σε πυκνότητα και ποιότητα δίκτυο εφοδιασμού των μπαταριών με ρεύμα και γ) τι τιμή θα έχει το ρεύμα και πώς θα συγκρίνεται με άλλα καύσιμα στο μεσοδιάστημα. Προσώρας, τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν απάντηση ούτε σε επίπεδο οδικού χάρτη.
Σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, το γεγονός ότι πολλές χώρες υπόσχονται να περιορίσουν τον λιγνίτη στην ενέργεια, αλλά (εξαιτίας της κρίσης τιμών στην ενέργεια) βρίσκονται σήμερα να ανοίγουν παροπλισμένα λιγνιτικά ορυχεία και να δουλεύουν φουλ βάρδιες εργοστάσια, καίγοντας πολύ περισσότερο λιγνίτη αντί για λιγότερο, δείχνει τι αξία μπορεί να έχουν δεσμεύσεις που δεν λογαριάζουν το αναπάντεχο, ή απλά ένα κακό σενάριο.
Με λίγα λόγια, πίσω από κλειστές πόρτες, οι περισσότεροι επαγγελματίες που εμπλέκονται στο θέμα έχουν ζωηρές αμφιβολίες για το αν και πότε θα πιαστούν οι στόχοι ενάντια στην κλιματική κρίση.
Γεωπολιτικές δεσμεύσεις και σκληρή πραγματικότητα
Τα ίδια, αν όχι και χειρότερα, ισχύουν και σε ό,τι αφορά τη θέση των ΗΠΑ και της Ευρώπης απέναντι στις μεταβαλλόμενες ισορροπίες δυνάμεων. Όταν ακόμη και ο Economist φτάνει στο σημείο να τονίζει ότι η υποχώρηση των ΗΠΑ είναι ανεπίστρεπτη κι ότι πρέπει να καλυφθεί το κενό από την Ευρώπη, καταλαβαίνει κάποιος ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά.
Το 2014, όταν πάλι οι ΗΠΑ δήλωναν σε κάθε τόνο ότι θέλουν να στραφούν προς την Ασία (βλέπε Κίνα), ο Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία και διαμέλισε πρακτικά την Ουκρανία. Επτά χρόνια μετά, οι ΗΠΑ προσπάθησαν ξανά να στραφούν προς την Ασία γεωπολιτικά -και βρέθηκαν σχεδόν αμέσως με μια νέα κρίση στην Ουκρανία! Πού βρίσκεται το αμερικανικό πρόβλημα; Ότι ενώ κάποτε (προ δεκαετιών) θεωρούσαν ότι είχαν τη δυνατότητα να εμπλακούν με σοβαρότατες πιθανότητες επιτυχίας σε έως και 2 ½ ταυτόχρονες σοβαρές συρράξεις, τώρα οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν, ή και την επιθυμία να εμπλακούν. Οπως επισημαίνει γνωστός Αμερικανός αρθρογράφος στο Bloomberg, υπάρχει σημαντικό κενό ανάμεσα στο τι θέλουν και τι μπορούν να κάνουν οι ΗΠΑ. Εντούτοις η παρουσία τους φαίνεται να είναι ο μόνος σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας, που εμποδίζει τους Κινέζους από το να προσαρτήσουν την Ταϊβάν και τους Ρώσσους από το να κινηθούν για να λήξουν προς όφελός τους την «παγωμένη» σύρραξη στην Ουκρανία.
Όταν το ερώτημα πλέον είναι πόσο καλά μπορεί να σταθεί ο Δυτικός κόσμος συνολικά απέναντι στο ενδεχόμενο απειλής από Κίνα και Ρωσία, εφόσον οι δύο τελευταίες δράσουν έστω και εμμέσως με κάποιο βαθμό συντονισμού συμφερόντων, όντως θα έπρεπε η Ευρώπη να κινητοποιηθεί και μάλιστα ταχύτατα. Εντούτοις, ουδεμία ουσιαστική ένδειξη για τη σύντομη υλοποίηση της -θεωρητικά υπαρκτής- πρόθεσης διαγράφεται στον ορίζοντα! Ακόμη και η «Στρατηγική Πυξίδα» της Ευρώπης, που φιλοδοξεί να παίξει τον ρόλο ενός υπερ-εθνικού αμυντικού δόγματος, βρίσκεται σε στάδιο προσχεδίου (σε μια διαδικασία που ξεκίνησε το 2020), αποτελεί ένα κείμενο εξελικτικό, όπως σημειώνει σε άρθρο του και ο Σπύρος Μπλαβούκος του ΕΛΙΑΜΕΠ κι όχι ένα κείμενο επαναστατικό, γεγονός που χαμηλώνει τις προσδοκίες για ουσιαστική εμβάθυνση στον τομέα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Προς το παρόν ο «ευρω-στρατός» δεν υφίσταται ούτε ως κατοχυρωμένη συναντίληψη, παρά μόνο ως αόριστη «ιδέα».
Ο παράγων χρόνος γίνεται αμείλικτος
Πού είναι το πρόβλημα σε όλα τα παραπάνω; Ότι αγνοούν τον παράγοντα χρόνο. Είτε πρόκειται για την κλιματική αλλαγή είτε για την άμυνα του Δυτικού Κόσμου, ο χρόνος αποτελεί μη ελεγχόμενη μεταβλητή. Στην πρώτη περίπτωση, διότι η κλιματική αλλαγή βαδίζει με ρυθμούς που επηρεάζονται μόνο από ενέργειες κι όχι από προθέσεις. Στη δεύτερη περίπτωση, της γεωπολιτικής, διότι «έχουν ψήφο και οι αντίπαλοι» για το τι θα κάνουν και πότε θα επιλέξουν να το κάνουν!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα που προωθεί η κυβέρνηση. Στον βαθμό που αφορούν το μέλλον, αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την ευκαιρία που δίνουν ενδεχομένως στον αντίπαλο τα κενά του παρόντος και του εγγύτερου των παραδόσεων μέλλοντος.
Δικαιολογημένα θα παρατηρήσει ο αναγνώστης ότι πρέπει να είμαστε πραγματιστές, υπό την έννοια ότι «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» κι ότι σε κάθε περίπτωση, θίγουμε θέματα κολοσσιαία σε ό,τι αφορά την προσπάθεια που απαιτεί η αντιμετώπισή τους. Ομοίως μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι η περιστροφή των πολιτικών επιδιώξεων γύρω από την τετραετία μιας θητείας εμποδίζει σοβαρά την υλοποίηση μακρόπνοων σχεδίων, καθώς οι κυβερνήσεις αλλάζουν και οι «καυτές πατάτες» μετατίθενται, αν αυτό είναι δυνατό, για να τις χειριστεί ο.... επόμενος. Καμία αντίρρηση, πλην όμως κολοσσιαίες θα είναι και οι επιπτώσεις, αν αποτύχει η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.
Οι δικαιολογίες του τύπου «δεν προκάναμε» ουδεμία επίδραση θα έχουν στην κοινή γνώμη του μέλλοντος, αν υπάρξουν δυσάρεστες εξελίξεις. Ιδίως όταν έχουν προηγηθεί πολιτικές δεσμεύσεις χωρίς αντίκρισμα.