Tην Παρασκευή η Ολλανδία πήρε την απόφαση για μερικό αλλά οριζόντιο λοκντάουν, με ποσοστό εμβολιασμένων στον μέσο όρο της ΕΕ (64,8%), βάσει των στοιχείων του ECDC και περίπου τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από την Ελλάδα. Την ίδια ημέρα, στη χώρα των 17,5 εκατ. κατοίκων καταγράφηκαν 32 θάνατοι (αλλά και πάνω από 16.000 κρούσματα), ενώ στην Ελλάδα των περίπου 11 εκατομμυρίων, με αναλογικά λιγότερα κρούσματα, χθες Κυριακή ανακοινώθηκαν 80 νεκροί.
Προφανώς, είτε η Ολλανδία έχει γραμμένα στα παλαιότερα των υποδημάτων της τα δικαιώματα των εμβολιασμένων στην ελεύθερη εστίαση και νυχτερινή διασκέδαση, είτε φρονεί ότι η προστασία του συστήματος υγείας αλλά και ο περιορισμός της διασποράς του ιού στην κοινότητα, που εντέλει εκθέτει όχι μόνο τους ανεμβολίαστους αλλά και τους εμβολιασμένους σε μόλυνση και νόσηση (με πολύ χαμηλότερο επίπεδο κινδύνου σε σχέση με τους πρώτους), επιβάλλει τη χρήση αυτού του μέτρου.
Στην Αυστρία των λίγο λιγότερων πολιτών από την Ελλάδα, με ποσοστά εμβολιασμού λίγο καλύτερα από τη χώρα μας (63%, σύμφωνα με το ECDC), η κυβέρνηση επέβαλε λοκντάουν στους ανεμβολίαστους, βλέποντας ότι τα κρούσματα είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα και ότι οι νεκροί ανεβαίνουν φτάνοντας τους 40 το Σάββατο και τους 48 την Κυριακή.
Στη χώρα μας έχει καταστεί σαφές εδώ και πάνω από μία εβδομάδα ότι η κατάσταση είναι στα όρια και πέρα από αυτά. Σήμερα, αναμένουμε περαιτέρω ισχυρή πίεση στο σύστημα μέσα στις επόμενες 7 και 15 μέρες καθώς υπάρχει χρονική υστέρηση μεταξύ κρουσμάτων, νοσηλειών, διασωληνώσεων και εντέλει, σε πολλές περιπτώσεις, θανάτων. Για να προλάβουμε το «κακό» που θα συμβεί τις επόμενες 7-15 μέρες, θα έπρεπε να είχαμε λάβει μέτρα πολύ νωρίτερα…
Ωστόσο υπάρχουν πάντα οι επόμενες 15 μέρες, υπάρχουν οι επόμενοι μήνες του χειμώνα.
Εντούτοις, η κυβέρνηση μετά το λάθος της κατάργησης των μίνι λοκντάουν στις κόκκινες περιοχές, μετά τα περί «πλήρους ελευθερίας» για τους εμβολιασμένους, εμφανίζεται εξαιρετικά διστακτική στα μέτρα που λαμβάνει, είτε αυτό αφορά τους ανεμβολίαστους είτε τους εμβολιασμένους.
Ξαφνικά η κυβέρνηση εμφανίζεται να ανακαλύπτει συνταγματικά δικαιώματα που γενικώς εμποδίζουν, είτε πρόκειται για την προάσπιση εξάσκησης του θρησκευτικού δικαιώματος, είτε για την επέκταση της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών, για την επιβολή μίνι λοκντάουν όπως το καλοκαίρι, για λοκντάουν ανεμβολίαστων, είτε για την επιβολή κάποιων ελέγχων, ή τον μερικό περιορισμό κινητικότητας, ή έστω την επιβολή δωρεάν self-tests και στους εμβολιασμένους.
Το πρόβλημα είναι ότι διάφοροι επιφανείς συνταγματολόγοι (όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Νίκος Αλιβιζάτος) δεν φαίνεται να συμμερίζονται καθόλου αυτές τις ανησυχίες.
Η αίσθηση που κυριαρχεί, είναι ότι όχι μόνον η κυβέρνηση κάνει πλέον πολιτική και όχι «επιστημονική» διαχείριση της πανδημίας, κάτι που ενίσχυσαν οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών Μάκη Βορίδη, αλλά έχει αρχίσει να χάνει στη ρητορική της και την επαφή με την πραγματικότητα.
Με χαρακτηριστικό παράδειγμα δηλώσεις ότι η πανδημία «δεν έχει ξεφύγει» (ενώ ο μέσος όρος των νεκρών έχει ήδη ξεπεράσει τους 65 ανά ημέρα) και ότι θα ληφθούν νέα μέτρα «αν χρειαστεί», όταν είναι καθημερινή η μετάδοση κραυγών αγωνίας από τους γιατρούς και μιας τραγικής κατάστασης στα νοσοκομεία, με προβλέψεις επιστημόνων για εκατόμβες νεκρών σύντομα.
Ουδείς ασφαλώς είναι υπέρ της επιβολής νέου σκληρού λοκντάουν. Ωστόσο, οι εξελίξεις ακόμη και σε χώρες με υψηλότατα ποσοστά εμβολιασμού (όπως η Δανία, που λιγότερο από δύο μήνες μετά την κήρυξη «λήξης» της πανδημίας στη χώρα εξετάζει την επιστροφή στη χρήση πιστοποιητικού, καθώς τα κρούσματα ξεπέρασαν τις 2.000 την ημέρα) δείχνουν ότι αν θέλουμε να αποφύγουμε σκληρά μέτρα ή δεκάδες ημερήσιους νεκρούς, θα πρέπει να λαμβάνουμε έγκαιρα ένα πιο σύνθετο και πιο αποτελεσματικό πλέγμα μέτρων.
Ιδίως από τη στιγμή που καθίσταται προφανές ότι κινδυνεύουν και οι εμβολιασμένοι, ανάλογα με το χρονικό διάστημα που έχει περάσει από τη 2η δόση, αλλά και με το ποσοστό διείσδυσης του ιού στην κοινότητα. Οι εμβολιασμένοι που, εκτός των άλλων, στη σημερινή συγκυρία αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο, εφόσον χρειαστούν νοσηλεία για άλλους λόγους, λόγω της υπερφόρτωσης του συστήματος υγείας. Ο κίνδυνος μπορεί να είναι μικρός αλλά δεν είναι ασήμαντος, αφού σύμφωνα με δημοσίευμα που ουδείς έχει διαψεύσει και επικαλείται στοιχεία του ΕΟΔΥ, έχουν αποβιώσει περίπου 1.600 πλήρως εμβολιασμένοι.
Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση έχει βάλει όλα της τα αβγά στο ίδιο καλάθι. Ποντάρει για τον έλεγχο του τρέχοντος κύματος αποκλειστικά στα πάρα πολλά τεστ που πράγματι γίνονται σε ανεμβολίαστους -και στον φόβο ανεμβολίαστων και εμβολιασμένων, προκειμένου να αυξηθούν οι ρυθμοί 1ης και 3ης δόσης εμβολιασμών.
Ώστε να μη χρειαστεί να πάρει η ίδια κάποιο μέτρο, που θα «ενοχλήσει» περισσότερο είτε τους εμβολιασμένους είτε και ορισμένες κατηγορίες ανεμβολίαστων, π.χ. με την επέκταση του υποχρεωτικού εμβολιασμού στον δημόσιο τομέα ή/και στην εστίαση. Ακόμη και για το ενδεχόμενο «μερικού λοκντάουν» για ανεμβολίαστους, προς το παρόν έχουμε μόνο «σενάρια», μέσω διαρροών.
Με αυτό τον δισταγμό (για να το ονοματίσουμε έτσι) στη λήψη μέτρων -πέραν των κομμάτων της αντιπολίτευσης- δεν φαίνεται να συμφωνεί μεγάλος μέρος των ειδικών, που εκφράζονται δημοσίως. Ελπίζουμε για το καλό της χώρας και της κοινωνίας, να έχει δίκιο η κυβέρνηση.
Θα πρέπει όμως και η ίδια να συνειδητοποιήσει ότι ο υψηλός αριθμός των νεκρών καθημερινά της προξενεί ήδη μεγάλο «βουβό πλήγμα». Κι ότι αν έχει άδικο στην τρέχουσα πολιτική της, αυτή τη φορά θα είναι μόνη της…
ΥΓ: Σε εξέλιξη βρίσκεται και το θέμα της 3ης δόσης, όπου επίσης διατυπώνονται πολλές απόψεις. Το γεγονός ότι υπάρχει δισταγμός στη λήξη του «πάσου» όταν περάσουν οι έξι μήνες, ενώ παρέχεται η δυνατότητα ραντεβού στους 5,5 μήνες, προξενεί έκπληξη.