Για όσους παρατηρούν πώς εξελίχθηκε η πανδημία στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η χώρα μας κατάφερε να πετύχει καλύτερα υγειονομικά αποτελέσματα από τις πιο πολλές χώρες, με εξαίρεση ίσως ορισμένα κράτη της πρώην Ανατολικής Ευρώπης.
Δύο παράγοντες φαίνεται να επέδρασαν καταλυτικά:
Ο ένας αφορά νοοτροπίες και αντιλήψεις σε σχέση με τον ρόλο του κράτους, απέναντι στον πολίτη και στην οικονομία. Τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στη Μεγάλη Βρετανία κυριαρχεί σαφώς μια αντίληψη αγγλοσαξονική, που δίνει τον πρώτο λόγο όχι μόνο στην «αυτοδιάθεση» και την «πρωτοβουλία» του πολίτη, αλλά και στη λειτουργία της οικονομίας με όσο το δυνατόν λιγότερες παρεμβάσεις. Ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι γνωστό ότι το κράτος ως «δίχτυ ασφαλείας» έχει πολύ περιορισμένο ρόλο, ενώ η σχέση της επιχειρηματικότητας με την εργασία είναι εντελώς διαφορετικά δομημένη, με τις απολύσεις να γίνονται ακόμη και μαζικά, με ελάχιστους περιορισμούς.
Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι στις ΗΠΑ προέκυψαν σχεδόν 39 εκατ. αιτήσεις ανεργίας, μέσα σε ένα δίμηνο, σχεδόν 12 % σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού, ενώ στο ίδιο διάστημα στην Ελλάδα, μέσω της «αναστολής συμβάσεων εργασίας» οι απολύσεις σχεδόν εκμηδενίστηκαν.
Επόμενο λοιπόν είναι ότι σε χώρες με αυτή την αντίληψη, η πίεση για να μη γίνουν lockdown, ή να αρθούν το συντομότερο, παρά το υγειονομικό ρίσκο, ήταν και παραμένει μεγαλύτερη. Δημιουργώντας ένα ξένο στα ελληνικά ήθη «ισοζύγιο» μεταξύ ζωής και… εισοδημάτων.
Αντίθετα, η χώρα μας προέκρινε έγκαιρα το «Μένουμε Σπίτι» (αναγνωρίζοντας και τους περιορισμούς του εγχώριου συστήματος υγείας), προκειμένου να διαφυλάξει πρωτίστως την ανθρώπινη ζωή και βάζοντας προσωρινά σε δεύτερο πλάνο, τις οικονομικές συνέπειες.
Ο δεύτερος παράγοντας ασφαλώς έχει να κάνει με το πόσο «κλειστές» είναι οι κατά τόπους οικονομίες και κοινωνίες. Ο παράγοντας αυτός εξηγεί επίσης τη μικρότερη διείσδυση του ιού στις χώρες του πρώην Ανατολικού «μπλοκ» αλλά και στην ίδια την Ελλάδα. Οι περισσότερο «κοσμοπολίτικες» πρωτεύουσες του κόσμου χτυπήθηκαν βάναυσα από την πανδημία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Παρίσι και το Μιλάνο.
Ευχής έργον για τη χώρα μας ότι η επέλαση του κορωνοϊού δεν συνέβη το καλοκαίρι, περίοδο στην οποία φιλοξενεί εκατομμύρια ανθρώπων απ' όλο τον κόσμο, με επίκεντρο τις παραλίες και τα νησιά. Διότι τότε η κατάσταση μπορεί να είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά!
Η ιδιότυπη «μονοκρατορία» του τουρισμού
Ο τουρισμός και οι παρεπόμενες υπηρεσίες, το έως πρότινος «δυνατό χαρτί» της οικονομίας, προκαλεί σήμερα, στην εποχή του κορωνοϊού, τη μεγαλύτερη ανησυχία. Τόσο οικονομικά όσο και υγειονομικά, όπως αντιλαμβάνονται όσοι ήδη ανησυχούν για τα μέτρα που επιβλήθηκαν στον κλάδο, είτε γιατί πιστεύουν ότι θα κρατήσουν μακριά τους τουρίστες είτε, αντίθετα, επειδή θεωρούν ότι είναι «νερωμένα» και άρα εν δυνάμει επικίνδυνα, εξαιτίας των αναγκών επιβίωσης των αεροπορικών εταιρειών και των επιχειρήσεων στους εξαρτώμενους κλάδους.
Το γεγονός όμως ότι η χώρα έχει τόσο μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό δεν είναι «σφάλμα» του… τουρισμού. Είναι σφάλμα δικό μας, που δεκαετίες τώρα δεν επενδύσαμε επαρκώς στη «διαφοροποίηση» του μίγματος ανταγωνιστικότητας της χώρας, στη βιομηχανία, τις νέες τεχνολογίες, την πράσινη οικονομία, την καινοτομία, την αγροτική οικονομία.
Αυτή είναι μία από τις κακές όψεις της «καθυστερημένης» Ελλάδας, που δεν ακολουθεί τις εξελίξεις, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό δέσμια της αδράνειας και των εύκολων λύσεων από το «καλό οικόπεδο».
Η ευκαιρία από την επερχόμενη αλλαγή «μοντέλων»
Προς το παρόν, είναι πολύ νωρίς για να αντιληφθούμε επακριβώς ποιες εξελίξεις θα επιφέρει η πανδημία, σε μεσο-μακροπρόθεσο ορίζοντα, στη χώρα μας και στον υπόλοιπο κόσμο. Είναι όμως πολύ πιθανό ότι οι επιπτώσεις της θα προκαλέσουν μεγάλες αλλαγές, τόσο στα κρατούντα κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά μοντέλα όσο και στην ίδια την «παγκοσμιοποίηση», που καθόριζε τις εξελίξεις τις τελευταίες δεκαετίες.
Το κράτος, ως εγγυητής της υγείας, της ασφάλειας, αλλά και της διαβίωσης των πολιτών του, είναι σίγουρο ότι θα βγει ενισχυμένο, μετά από δεκαετίες, όπου στον ανεπτυγμένο κόσμο τουλάχιστον, η χρησιμότητά του είχε πάψει να είναι ιδιαίτερα ορατή σε πολλούς.
Η έννοια της «αυτάρκειας» ενδεχομένως θα επιστρέψει όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε επιχειρηματικό, μειώνοντας την εξάρτηση από διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, πιθανώς και τη ροπή προς τον εξωτερικό τουρισμό. Από την άλλη, ουδείς αποκλείει το ενδεχόμενο να περιοριστεί δραστικά η υπερσυγκέντρωση τουριστών, που συνέβαινε τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο για υγειονομικούς αλλά και για περιβαλλοντικούς λόγους.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ασφαλώς ότι η χώρα μας θα πρέπει να κλειστεί ακόμη περισσότερο στο «καβούκι» της ή ότι θα πρέπει να περάσουμε σε μια μορφή ακόμη πιο «κρατικής» οικονομίας. Ούτε ότι δεν πρέπει να στηρίξουμε την τουριστική βιομηχανία.
Σημαίνουν, όμως, ότι αυτή τη φορά, φαίνεται να βρεθήκαμε (όπως μας συμβαίνει αρκετά συχνά στους πολέμους) στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Κερδίσαμε μια «νίκη», που ως ένα βαθμό οφείλεται στις εθνικές ιδιαιτερότητές μας, απόσταγμα των οποίων είναι άλλωστε και οι πεποιθήσεις μας, πολιτικές και κοινωνικές.
Οι απαιτήσεις την επόμενη μέρα της πανδημίας
Το μείζον τώρα είναι να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη νίκη, για να περάσουμε στην επόμενη φάση. Με μέτρο, χωρίς υπερβολές, αναγνωρίζοντας ότι σε μια γενικευμένη φάση επανακαθορισμού μοντέλων και προτεραιοτήτων, σε όλο τον κόσμο, αυτό που έχει πλέον σημασία είναι να δούμε ποια είναι τα «καλά μας», πού πρέπει να κρατήσουμε και ποιες αδυναμίες μας να εξαλείψουμε, με βάση τα δεδομένα της δικής μας κοινωνίας και τα οικονομικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσε να δημιουργήσει η χώρα μας.
Χρειαζόμαστε ένα κράτος ισχυρό και αποτελεσματικό, εκεί που χρειάζεται, το οποίο θα ενισχύει αντί να παρακωλύει τη δράση του ιδιωτικού τομέα, παρεμβαίνοντας θεσμικά όταν απαιτείται (σε εποπτικά, κανονιστικά θέματα), με έμφαση στα θέματα ανταγωνισμού. Και πάντα έχοντας στο νου μας ένα αποδεδειγμένο γεγονός. Ότι οι αγορές «αυτορρυθμίζονται» με τον καλύτερο τρόπο, από σπανίως μέχρι… καθόλου.
Χρειαζόμαστε ιδιωτικό τομέα πρόθυμο να αναλάβει ρίσκα και πρωτοβουλίες, ανοικτό στην καινοτομία και στις νέες τεχνολογίες, με σεβασμό προς τον εργαζόμενο, τον πελάτη και τον προμηθευτή, με αντίληψη του ευρύτερου ρόλου του, προς όφελος όχι μόνον των μετόχων/ιδιοκτητών αλλά και της κοινωνίας, με την οποία αλληλεπιδρά σε πολλά επίπεδα.
Χρειαζόμαστε, τέλος, μια νέα σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στον κρατικό και τον ιδιωτικό τομέα, μέρος της οποίας επέρχεται έτσι κι αλλιώς, δια της ανωτέρας βίας του κορωνοϊού, αλλά μπορεί να περάσει σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο, συνδυάζοντας τα πλεονεκτήματα που έχουν οι δύο πλευρές. Μια σχέση που δεν θα είναι παρασιτική αλλά δημιουργική, είτε πρόκειται για ΣΔΙΤ, είτε για συνεργασίες στην Έρευνα και Τεχνολογία, είτε για την παραγνωρισμένη στην Ελλάδα λύση της λειτουργίας κρατικών δομών, μέσα από τον ιδιωτικό τομέα.
Ως τώρα, ίσως το πιο σημαντικό εμπόδιο στο να συμβούν τα παραπάνω ήταν οι ιδεολογικοπολιτικές αγκυλώσεις και η κομματικοποίηση του κράτους ως «λάφυρου εξουσίας». Οι κραδασμοί όμως της πανδημίας φαίνονται ικανοί να σαρώσουν τα παλαιότερα ιδεολογικά στερεότυπα, φέρνοντας στο προσκήνιο άλλες, νεότερες αντιλήψεις.
Το μεγάλο θέμα θα είναι να ξεπεράσουμε και την κομματικοποίηση του κράτους, που παραδοσιακά αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα μας.