Οι πρόσφατες απολογητικές δηλώσεις της Γερμανίδας προέδρου της Κομισιόν απέναντι στον ιταλικό λαό φανέρωσε την ανησυχία στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών αλλά και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, για το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στην Ιταλία από την έλλειψη αλληλεγγύης, κι όχι άδικα.
Ωστόσο οι… συγγνώμες δεν θα κρατήσουν στο ευρώ την Ιταλία. «Τα λόγια είναι φτηνά», λέει μια αγγλοσαξονική παροιμία, που φαίνεται να ταιριάζει γάντι στην περίπτωση. Χρειάζονται έμπρακτες κινήσεις, από την πλευρά των βόρειων κρατών της Ευρώπης, προκειμένου να συγκρατηθεί το κύμα ευρωσκεπτικισμού που έχει ξεσπάσει στην Ιταλία.
Για την ακρίβεια, όπως φαίνεται να συμφωνούν τόσο ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν όσο και μεγάλο μέρος των πολιτικών παρατηρητών, εντός και εκτός Ευρώπης, χρειάζεται πλέον η λελογισμένη αμοιβαιοποίηση χρέους, μέσα από ένα κοινό Ταμείο Ανασυγκρότησης περιορισμένου χρόνου, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί από κοινού και θα δανείζει όλες τις χώρες της ευρωζώνης, με ενιαίο επιτόκιο.
Η κατάσταση όπως έχει σήμερα είναι αποκαλυπτική για τις αδυναμίες μιας Ευρώπης που εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη. Τα προγράμματα στήριξης που έχουν ανακοινωθεί στις χώρες του Νότου ωχριούν μπροστά στο πρόγραμμα που έχει ήδη δημοσιοποιήσει η ισχυρή οικονομικά Γερμανία.
Από την άλλη, η Ιταλία, έχοντας ήδη χρέος περίπου 135% του ΑΣΕΠ της, κινδυνεύει να το δει να εκτοξεύεται στο 180% καθώς οι υποχρεώσεις αυξάνονται, αλλά το ΑΕΠ θα μειωθεί δραστικά εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας.
Το ίδιο, σε μικρότερο βαθμό, ισχύει και σε άλλες χώρες του Νότου, ως ένα βαθμό και για την ίδια τη Γαλλία. Πολύ δε περισσότερο για την Ελλάδα, που προβλέπεται να έχει ίσως τον μεγαλύτερο βαθμό επίπτωσης (λόγω της άμεσης και έμμεσης συμμετοχής του τουρισμού, της ναυτιλίας και των μεταφορών στο ΑΕΠ), ενώ το χρέος της είναι ήδη στο 180% και εκτιμάται ότι θα εκτοξευτεί στο 200%!
Η Ελλάδα ωστόσο είναι ειδική περίπτωση, για λόγους που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, ενώ το χρέος της στη συντριπτική του πλειονότητα αφορά τους θεσμούς και όχι τις αγορές. Κάτι που δεν συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες.
Πρακτικά, τα περιορισμένα όπλα που μέχρι στιγμής έχει δώσει στις ευρωπαϊκές χώρες, η κοινή πολιτική, είτε μέσω της ΕΚΤ είτε μέσω του ESM και άλλων μηχανισμών, σημαίνουν δύο πράγματα:
1. Οι χώρες του Βορρά έχουν τη δυνατότητα να εκτελέσουν αναλογικά μεγαλύτερα προγράμματα στήριξης των οικονομιών τους και με μικρότερο κόστος χρήματος (επιτόκιο), ακριβώς λόγω του ότι έχουν μικρότερα ελλείμματα και χρέη. Κάτι που σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα, οι οικονομίες του Νότου, αντί να συγκλίνουν, θα μπουν σε ισχυρότερη τροχιά απόκλισης τα επόμενα χρόνια, έχοντας ένα επιπλέον ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
2. Ότι ιδίως (αλλά όχι μόνο) η Ιταλία θα πρέπει να στηρίζεται εξακολουθητικά στη στήριξη των ομολόγων της από την ΕΚΤ. Κάτι που μπορεί να συμβαίνει σήμερα, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να συνεχιστεί σε βάθος χρόνου. Αυτό ακριβώς προεξοφλούν άλλωστε οι δυνάμεις των αγορών, που ήδη ανοίγουν το spread ανάμεσα στα ιταλικά και τα γερμανικά ομόλογα. Κι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα κρίση χρέους αλλά και σε τραπεζική κρίση, που αυτή τη φορά θα έχουν επικές διαστάσεις.
Πρόκειται για θέματα που διόλου απαρατήρητα δεν περνούν στην ίδια την Ιταλία, όπου οι λαϊκιστές όχι μόνο έχουν ισχυρή παρουσία στην πολιτική εξουσία αλλά ωφελούνται τα μέγιστα από το κύμα αντιευρωπαϊσμού που έχει ξεσπάσει μετά τα τελευταία γεγονότα, ακόμη και σε παραγωγικές τάξεις στον κόσμο των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας, στον οποίο έως πρότινος είχαν περιορισμένη επίδραση. Κι όπως συνέβη και στην περίπτωση του Brexit, αν η άποψη αυτή αρχίσει να κυριαρχεί στην κοινή γνώμη μιας μεγάλης χώρας, τότε «όλα παίζονται».
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν όμως ότι η λήψη αποφάσεων που περιλαμβάνουν «αμοιβαιοποίηση χρέους» είναι εύκολη ή θα εξασφαλίσει την «ενότητα» στη ζώνη του ευρώ. Διότι και στις Βόρειες χώρες καιροφυλακτούν οι ευρωσκεπτικιστές, έτοιμοι να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους, υποστηρίζοντας ότι οι «συντηρητικοί» πολίτες τους πληρώνουν τα σπασμένα των «απερίσκεπτων» Νοτίων, μια άποψη που καλλιεργήθηκε δυστυχώς έντεχνα, τα προηγούμενα χρόνια.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι μέσα στο τρέχον διάστημα παίζεται στην κυριολεξία το μέλλον της ευρωζώνης, ενδεχομένως και ευρύτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Ιδέας.
Η πανδημία αποτελεί ένα συγκλονιστικό τεστ επιβίωσης, στη διάρκεια του οποίου, είτε η Ευρώπη θα θεμελιώσει μια τροχιά περαιτέρω ενοποίησης είτε θα υποταχθεί στις φυγόκεντρες δυνάμεις. Αν συμβεί το δεύτερο, οι εξελίξεις μπορεί να μην εκδηλωθούν άμεσα, κάτω από την πίεση της ιδιόμορφης συγκυρίας, θα εμφανιστούν όμως σίγουρα και θα είναι ανεπίστρεπτες.
Και δύο σημαντικά υστερόγραφα:
1. Το πώς θα χρηματοδοτηθεί ένα σημαντικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη, που επίσης δεν θα είναι εύκολο να συμφωνηθεί, αφορά το πώς, με ποια κριτήρια, θα μοιραστεί το όποιο ποσό ανάμεσα στα κράτη-μέλη.
2. Τα προβλήματα εντός της Ευρωζώνης αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, εφόσον άλλες ισχυρές χώρες αρχίσουν να υιοθετούν τις ήδη υπάρχουσες σκέψεις περί «ανακουφίσεως» χρέους (που σημαίνει τη μείωσή του), είτε έμμεσα πληθωρίζοντας το τυπωμένο χρήμα είτε χρησιμοποιώντας άμεσα την Κεντρική Τράπεζά τους. Διότι τότε θα φανούν οι αδυναμίες ενός πολυσυλλεκτικού ιδρύματος όπως η ΕΚΤ, που είναι υποχρεωμένη να υπηρετεί το καταστατικό της αλλά και πολλαπλούς αφεντάδες.