Tώρα που το σκάνδαλο του κολοσσού που αποδείχτηκε… περίπτερο βγήκε ξεκάθαρα στην επιφάνεια, είναι η ώρα να εξεταστούν προσεκτικά ορισμένες πτυχές της υπόθεσης, που ενδέχεται να αποδειχτούν εξαιρετικά «καυτές» στη συνέχεια.
Ας ξεκινήσουμε με το πιο βασικό ερώτημα. Ήταν άραγε τόσο δαιμόνιοι αυτοί οι «άγνωστοι» που πλαστογραφούσαν τα αποτελέσματα της Folli Follie στην Ασία, ώστε να ξεγελούν τους βασικούς ιδιοκτήτες και διοικητές της, τους άλλους μεγαλομετόχους, τους Έλληνες ορκωτούς του ομίλου, τους πιστωτές αλλά και τους θεσμικούς επενδυτές, επί σειρά ετών;
Σε προηγούμενο σχόλιο, ο υπογράφων αναφέρθηκε αιτιολογημένα στις εύλογες αμφιβολίες που δημιουργεί η δήλωση του ιδρυτή και προέδρου του ομίλου Δημήτρη Κουτσολιούτσου ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για την αποτυχία του να… ελέγξει(!) τις ασιατικές δραστηριότητες, σε μια προσπάθεια -μεταξύ άλλων- να αποσείσει τις ευθύνες του υιού του και παραμένοντα στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου Τζώρτζη Κουτσολιούτσου. Ο τελευταίος δε έσπευσε σε συντέντευξή του την Κυριακή να φορτώσει τα πάντα στον πατέρα του, απειλώντας τον μάλιστα με «νομικές ενέργειες».
Ακόμη όμως κι αν επιστρατεύσουμε όλη την καλή θέληση και την αφέλειά μας, για να πιστέψουμε ότι όλη η ηγεσία του ομίλου «κοιμόταν με τα τσαρούχια», παραμένει ανεξήγητο το γεγονός ότι ήδη από το 2015 είχαν ερωτηθεί από τους Financial Times τόσο για την ποιότητα των εμπορικών απαιτήσεων που ήταν σε δυσθεώρητα ύψη, όσο και για την ποιότητα των Κινέζων ορκωτών. Κι ο Τζώρτζης Κουτσολιούτσος είχε απαντήσει -τότε- κατηγορηματικά ότι οι (ανύπαρκτες όπως αποδείχτηκε) εμπορικές απαιτήσεις είναι «διασφαλισμένες» κι ότι είναι «ευτυχείς» με τους Κινέζους ορκωτούς για τη φτηνή και πληρέστατη δουλειά που κάνουν!
Ο ίδιος είχε προσθέσει μάλιστα ότι οι εμπορικές απαιτήσεις του 2014 θα είναι περίπου 350 εκατομμύρια, σημειώνουν οι FT, ωστόσο, όταν λίγους μήνες αργότερα δημοσιεύτηκαν οι λογιστικές καταστάσεις, οι εμπορικές απαιτήσεις ήταν… 450 εκατομμύρια. Και παρ' όλα αυτά, πρέπει να υποθέσουμε ότι κανένας από τα μέλη του ΔΣ δεν έριξε μια ματιά να δει τι συνέβη!
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τον ρόλο της διοίκησης κι ας ασχοληθούμε λίγο με κάποιους άλλους. Πρώτοι στη σειρά δεν μπορεί παρά να είναι οι Έλληνες ορκωτοί της Ecovis, με επικεφαλής τον κ. Γιώργο Βαρθαλίτη, που ήλεγχαν -και υπέγραφαν- επί σειρά ετών τα ενοποιημένα αποτελέσματα.
Πώς απέτυχαν να διαπιστώσουν τρύπες μεγέθους εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων στα αποθέματα, στις πωλήσεις, ακόμη και στο… ταμείο του ομίλου; Τι αδιάσειστα στοιχεία λάμβαναν από τους Κινέζους ορκωτούς και υπέγραφαν; Τι μέτρα είχαν λάβει για να ελέγχουν τους Κινέζους ορκωτούς, που ήταν μια μικρή, μη διεθνώς αναγνωρισμένη εταιρία; Γιατί αν, για παράδειγμα, υπήρχαν «εξτρέ» τραπεζών για τα σχεδόν 300 εκατομμύρια ταμείο του 2017, τότε θα τα είχε προσκομίσει ο κ. Κουτσολιούτσος όταν του τα ζήτησε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αλλά δεν προσκόμισε τίποτε.
Δεύτεροι στη σειρά σίγουρα είναι οι Κινέζοι της Fosun, ως δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος, με εκπροσώπηση μάλιστα και στο διοικητικό συμβούλιο του ομίλου. Κι εδώ τα ερωτήματα είναι πολύ βαριά. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η «πλαστογράφηση» των στοιχείων δεν ξεκίνησε ούτε το 2017, ούτε το 2016, αλλά πολλά χρόνια πριν. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν είναι πώς δεν βρήκαν οι Κινέζοι ανωμαλίες στο due diligence πριν πάρουν τη μεγάλη θέση στην FFG. Εκτός αν δεν έκαναν due diligence, πράγμα ασύλληπτο για μια συμφωνία τέτοιου είδους και μεγέθους.
Το δεύτερο ερώτημα είναι πώς ένας τεράστιος όμιλος που εδρεύει στην Κίνα, γνωρίζει πολύ καλά την ασιατική αγορά κι έχει όλη την απαραίτητη τεχνογνωσία αλλά και παρουσία στο διοικητικό συμβούλιο, απέτυχε επί χρόνια να «βρει» ή έστω να αναρωτηθεί σοβαρά για θέματα τα οποία κατάφερε να εντοπίσει από… χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ένα μικρό fund, το QCM. Kαι ωσάν να μην έφτανε αυτό, όταν δημοσιοποιήθηκαν οι καταγγελίες, έσπευσε να… ενισχύσει τη θέση του στον όμιλο αγοράζοντας μετοχές και δηλώνοντας την πλήρη στήριξή του στη διοίκηση του ομίλου!
Παρότι στη συνέχεια της υπόθεσης η Fosun φρόντισε να κρατήσει πλέον αποστάσεις, τα ερωτήματα παραμένουν και είναι πολύ σοβαρά, δεδομένης μάλιστα και της μεταφοράς, στις 24 Απριλίου και λίγο πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο, μεγάλου ποσοστού (10%) μετοχών Folli Follie, που είχε στην κατοχή της, σε θυγατρική ασφαλιστική εταιρία την οποία έχει εξαγοράσει στην Πορτογαλία.
Μήπως, λένε με νόημα παράγοντες της αγοράς, κάποιοι Κινέζοι... «έκαναν τους Κινέζους»; Κι αν ναι, με τι ανταλλάγματα και από ποιους;
Eρωτήματα στην αγορά βεβαίως δημιουργεί και η στάση του διεθνούς κολοσσού στη διαχείριση κεφαλαίων, της αμερικανικής Fidelity. Η οποία εξακολουθεί να κατέχει σχεδόν το 6% της FFG , δεν μετέβαλε ουσιωδώς το ποσοστό της μετά τη «βόμβα» του QCM, ούτε και προχώρησε σε οιαδήποτε ενέργεια. Κι εντέλει, με πόση «σπουδή» γενικώς έγιναν -και διατηρήθηκαν- οι τοποθετήσεις εκ μέρους ξένων και ελληνικών funds, που διαχειρίζονται «τα λεφτά των άλλων»;
Ομοίως και για τους διοργανωτές των μεγάλων ομολογιακών δανείων, που «σήκωσε» τα προηγούμενα χρόνια, ακόμη και εντός του 2017, η Folli Follie. Βαρύγδουπα ονόματα όπως η UBS και η Credit Suisse. Σε ποιο βαθμό ήλεγξαν τα οικονομικά του ομίλου; Σε ποιο βαθμό διερεύνησαν την ποιότητα του ελέγχου των ορκωτών;
Πόσοι τελικά έκαναν τους… Κινέζους σε αυτή την υπόθεση;
ΥΓ: Μέσα σε όλα αυτά θα πρέπει βεβαίως να δούμε και τα κενά που άφησε το θεσμικό πλαίσιο και ο τρόπος εφαρμογής του, επιτρέποντας την εκδήλωση ενός τόσο μεγάλου σκανδάλου. Ποιες ασφαλιστικές δικλίδες θεσπίστηκαν για τον έλεγχο των ελεγκτών; Πώς διασφαλίστηκε η ακρίβεια λογιστικών στοιχείων και ελέγχων που γίνονται σε τρίτες, συχνά «εξωτικές» χώρες;
Πώς γίνεται επίσης, να το επαναλάβουμε, και ακόμη δεν έχει παραδοθεί το πόρισμα της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχου, που ασχολείται εδώ και μήνες με τις πράξεις και παραλείψεις των Ελλήνων ορκωτών της FFG;