Σχεδόν εξαρχής, η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στην Ελλάδα υπέφερε από την -αναγκαία όσο και αναπόφευκτη- παρεμβολή του πολιτικού στοιχείου. Το ίδιο συνέβη και την περασμένη Παρασκευή.
Η ελάφρυνση χρέους που δόθηκε στην Ελλάδα, καλοδεχούμενη και απαραίτητη αναμφίβολα, δεν αποτελεί «λύση» αλλά το πρώτο μέρος μιας οριστικής «λύσης». Αυτό συνέβη για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά το πολιτικό κόστος στο εσωτερικό των εταίρων μας, ο δεύτερος, την αμφίβολη αξιοπιστία των ελληνικών κυβερνήσεων γενικώς.
Στην πράξη, οι εταίροι μας έκαναν ό,τι θεώρησαν απαραίτητο για να μπορέσει η χώρα μας να έχει ξανά πρόσβαση στις αγορές τα επόμενα 10 χρόνια, βάζοντας και όρους που να διασφαλίζουν ότι οι όποιες επόμενες κυβερνήσεις, αρχής γενομένης από τη σημερινή, δεν θα… ξεσαλώσουν στην πρώτη ευκαιρία, αλλά θα έχουν συνεχή πίεση να διατηρούν μια συγκεκριμένη -φειδωλή στα έξοδα- δημοσιονομική τροχιά.
Για πολλούς λόγους, δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι εντυπωσιακά διαφορετικό. Έτσι κι αλλιώς, οι πολιτικοί συνηθίζουν να κάνουν μόνο ό,τι είναι απαραίτητο να γίνει τώρα (εφόσον υπάρχει πολιτικό κόστος) και να αφήνουν ό,τι μπορούν να αποφύγουν, για να το κάνει κάποιος… επόμενος.
Ειδικά δε στην περίπτωση της «Ενωμένης Ευρώπης», μετά από τόσα χρόνια κρίσης, είναι πια έκδηλη η προτίμηση σε «λύσεις» που απλά πηγαίνουν το… τόπι παραπέρα. Γι' αυτό και κατά κανόνα οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται με μεγάλη καθυστέρηση, συνήθως όταν βρει μεγάλο εμπόδιο το προαναφερθέν τόπι και δεν πάει εύκολα παραπέρα.
Χαρακτηριστικό άλλωστε παράδειγμα της ίδιας αντίληψης είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα. Αντί π.χ. να δοθεί εξαρχής μια ριζική λύση, έγινε μια λειψή ανακεφαλαιοποίηση, μετά μια δεύτερη και το πράγμα αφέθηκε να πάει έτσι. Έως την επόμενη, που ίσως χρειαστεί.
Τώρα, όμως, που η λύση για το χρέος, εντός ή εκτός εισαγωγικών, είναι πια γνωστή και δεδομένη, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγουν ορισμένα «βασικά» στοιχεία.
1. Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν είναι εξασφαλισμένη. Οι παρατάσεις και οι περίοδοι χάριτος αλλάζουν μεν το τοπίο για κάποια χρόνια, δεν λύνουν όμως το πρόβλημα. Πολλοί, δε, θα σημείωναν ότι ασχέτως των βαρύγδουπων ονομάτων που εμπλέκονται σε τέτοιου είδους αναλύσεις, η δυνατότητα της επιστήμης να προβλέψει πώς θα είναι η κατάσταση είτε στην Ελλάδα, είτε στις ΗΠΑ, είτε στο… Τιμπουκτού, μετά 20, 30 και 40 χρόνια, είναι περίπου μηδενική. Ειδικά δε στον σύγχρονο κόσμο, όπου συντελούνται τεκτονικές οικονομικές, τεχνολογικές και γεωπολιτικές αλλαγές, με πρωτόγνωρη ταχύτητα. Άρα η μακροχρόνια βιωσιμότητα είναι έτσι κι αλλιώς μια σχετική έννοια.
2. Ακόμη και η μεσοχρόνια βιωσιμότητα του χρέους στηρίζεται σε έναν κυρίαρχο παράγοντα. Στην επίτευξη πολύ μεγάλων (για τα πρώτα χρόνια) και μεγάλων (για τα επόμενα) πλεονασμάτων από την ελληνική οικονομία. Που με δεδομένο ότι η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων είναι στα όρια της εξάντλησης εδώ και καιρό, σημαίνει ότι για επιτευχθούν αυτά τα πλεονάσματα, θα πρέπει η οικονομία να αναπτύσσεται υγιώς και με ισχυρούς ρυθμούς. Και κυρίως ότι είναι σχεδόν απίθανο, για τις επόμενες… δεκαετίες, να γίνει κάτι τέτοιο, χωρίς σφιχτή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Η εκάστοτε κυβέρνηση θα έχει δυνατότητα για παροχές, μόνο στον βαθμό που έχει καλύψει τους στόχους και έχει περίσσευμα. Αλλά κι αυτές οι «παροχές» θα πρέπει να ζυγίζονται πολύ προσεκτικά ως προς τους αποδέκτες τους. Σε ποιο βαθμό θα είναι για παράδειγμα κίνητρα για επενδύσεις ή για τις επιχειρήσεις και σε ποιο βαθμό θα οδηγούν σε αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης.
3. Πέρα απ' όλα τα άλλα, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αλλά και η δυνατότητά της να δανείζεται από τις αγορές θα εξαρτώνται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από το παρελθόν, από την εξωτερική συγκυρία, που δεν αποκλείεται καθόλου να είναι συχνά πυκνά δυσμενής. Είτε λόγω αναταράξεων στο εσωτερικό της Ευρώπης (π.χ. με πιθανή αιτία, βραχυπρόθεσμα, την Ιταλία), είτε λόγω οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων σε άλλες περιοχές, που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη χώρα μας.
4. Η «έξοδος από τα μνημόνια» καθόλου δεν σηματοδοτεί την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Μια κρίση πολυεπίπεδη, που μπορεί να εκδηλώθηκε πρωτίστως στο οικονομικό πεδίο, αφορά όμως συνολικότερα τους θεσμούς, την πολιτική, τη λειτουργία του κράτους αλλά και του ιδιωτικού τομέα, την ίδια τη νοοτροπία του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας.
Όλοι οι «δείκτες» των διαφόρων μοντέλων σύγκρισης χωρών αποκαλύπτουν όψεις μιας δυσάρεστης πραγματικότητας. Η Ελλάδα, παρά τα όποια βήματα έγιναν στη διάρκεια της πολυετούς κρίσης, εξακολουθεί να είναι πολύ πίσω σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, τόσο στον χώρο της Ευρώπης όσο και ευρύτερα.
Είτε πρόκειται για τις επενδύσεις και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, είτε για την Παιδεία και τη Δικαιοσύνη, είτε για τη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είτε ακόμη και για τον βαθμό οργάνωσης, εκσυγχρονισμού και αποτελεσματικότητας του ιδιωτικού τομέα.
Εντούτοις, μετά από χρόνια κατακρήμνισης της οικονομικής δραστηριότητας, η επίσημη «έξοδος» από τα μνημόνια και η ελάφρυνση του χρέους αναμένεται να δώσει ακόμη ένα έναυσμα ενίσχυσης της ανάπτυξης. Είναι δε πιθανό ότι βραχυχρόνια μπορεί να δούμε το φαινόμενο της «αποσυμπίεσης» του ελατηρίου, με εντυπωσιακούς αριθμούς σε μια σειρά από τομείς.
Αν όμως δεν συνεχιστεί ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν ενταθεί η προσπάθεια αλλαγής των κακώς κείμενων, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ανάπτυξη θα έχει συνέχεια κι ότι δεν θα βρεθούμε πάλι σύντομα σε δύσκολη θέση.