Τα όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στην Ιταλία αλλά υπό μία έννοια και την Ισπανία επαναφέρουν στο προσκήνιο, με πολύ δυναμικό τρόπο, το θέμα των «αντισυστημικών» πολιτικών σχηματισμών και του «λαϊκισμού».
Φοβάμαι ωστόσο ότι τα όσα λέγονται από τους επικριτές του στη δημόσια σφαίρα, αλλά και τα όσα συζητούνται συχνά μεταξύ ευυπόληπτων μελών του εκάστοτε πολιτικού συστήματος, πολύ απέχουν από την πραγματική ερμηνεία του φαινομένου και προφανώς δεν προσφέρουν ουσία όσον αφορά στην καταπολέμηση της «επιδημίας» του λαϊκισμού ανά τον κόσμο.
Το γεγονός ότι το κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο κυριάρχησε στις ιταλικές εκλογές, μαζί με τη Λίγκα, δεν μπορεί να σημαίνει ότι οι Ιταλοί έπαθαν ξαφνικά ομαδική… παράκρουση! Ούτε αποτελεί δικαιολογία ότι «γενικώς οι Ιταλοί κάνουν διάφορα κωμικά στην εκδήλωση της πολιτικής τους βούλησης».
Τουναντίον σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος της ιταλικής κοινωνίας ΔΕΝ είναι ευχαριστημένο από τα πολιτικά κόμματα και το «σύστημά» τους (που σημαίνει ότι δεν είναι ευχαριστημένοι κι από τις εναλλαγές τους στην εξουσία), οπότε στρέφεται σε άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Η στροφή αυτή πολλές φορές αφορά πράγματι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, από πλευράς οικονομικής αλλά και μορφωτικής. Και πάλι όμως θα ήταν σφάλμα να πούμε ότι ο λαϊκισμός αφορά «τους φτωχότερους και τους αμόρφωτους», προκειμένου να υποβιβάσουμε το φαινόμενο και να διαχωρίσουμε τους «μορφωμένους, πολιτισμένους και ώριμους» που προτιμούν το υπάρχον σύστημα.
Καλύτερο θα ήταν να διαχωρίσουμε ανάμεσα σε εκείνους που αισθάνονται άνετα με το υπάρχον σύστημα και σε εκείνους που για κάποιους λόγους αισθάνονται ότι το σύστημα τους αδικεί. Κι εδώ έρχονται οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης για να μεγεθύνουν το φαινόμενο, είτε η παγκοσμιοποίηση αφορά τον διεθνή καταμερισμό εργασίας και τον διεθνοποιημένο ανταγωνισμό, είτε πολύ απλούστερα, τις συνέπειες της μετανάστευσης. Διότι προφανώς κάποιοι αισθάνονται πολύ περισσότερο την απειλή της παγκοσμιοποίησης και κάποιοι άλλοι νιώθουν- και πιθανότατα είναι- πιο έτοιμοι να προσαρμοστούν.
Όταν λοιπόν σε μια κοινωνία αυξάνεται η αβεβαιότητα είτε για τον βιοπορισμό, είτε για την ασφάλεια, είτε γενικότερα για το «μέλλον», τότε δημιουργούνται και οι ευκαιρίες για την άνοδο «αντισυστημικών» πολιτικών σχηματισμών, ακριβώς επειδή το σύστημα εμφανίζεται να μη «δουλεύει» υπέρ κάποιων μεγαλύτερων ή μικρότερων τμημάτων της κοινωνίας.
Πέρα όμως από τις συνθήκες που επικρατούν σε μια κοινωνία, μεγάλο ρόλο στην ενίσχυση των αντισυστημικών παίζει η διαφθορά και η σήψη στην κορυφή της πυραμίδας, δηλαδή στο πολιτικό σύστημα και στους θεσμούς του.
Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα τα όσα έγιναν με το συντηρητικό κόμμα του Ραχόι στην Ισπανία, με αποτέλεσμα την κατάθεση πρότασης μομφής και την κατάρρευση της κυβέρνησής του. Και πώς να μη συμβεί αυτό, όταν η δικαστική διερεύνηση για την ύπαρξη «παράνομου Ταμείου» του Συντηρητικού Λαϊκού κόμματος κατέληξε στην επιβολή αθροιστικής ποινής 351 ετών σε 29 άτομα, σχετιζόμενα με το κόμμα, μεταξύ αυτών και ανώτερα στελέχη, ενώ η κατάθεση του ίδιου του κ. Ραχόι αμφισβητήθηκε έντονα από τον δικαστή!
Δυστυχώς τα παραδείγματα διαφθοράς και σήψης είναι αμέτρητα τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, τα τελευταία χρόνια, δίνοντας το στίγμα ενός κλίματος που οδηγεί στην καταρράκωση αξιών και θεσμών, στους οποίους υποτίθεται ότι στηρίζεται το σύστημα.
Όταν λοιπόν τόσο στα οικονομικά και κοινωνικά θέματα, όσο και στα θέματα διαφθοράς και σήψης, η αντίδραση των «συστημικών» πολιτικών είναι, στην καλύτερη περίπτωση, χλιαρή, όταν δεν προκύπτουν από την πλευρά τους ρηξικέλευθες προτάσεις/λύσεις για την αντιμετώπιση αυτών των ζωτικών προβλημάτων, τότε σίγουρα δεν είναι άξια απορίας η άνοδος των αντισυστημικών και των λαϊκιστών.
Στην πραγματικότητα, υπεύθυνα για την άνοδο των αντιπάλων τους είναι τα ίδια τα συστημικά κόμματα, που κατά τη διάρκεια της αδιαμφισβήτητης εξουσίας τους επέτρεψαν να δημιουργηθούν οι συνθήκες που περιγράφηκαν παραπάνω, τόσο στην κοινωνία όσο και στο εσωτερικό τους. Αυτό ακριβώς δηλαδή που τους χρεώνουν συνειδητά ή ασυνείδητα όσοι επιλέγουν να ψηφίσουν αντισυστημικά κόμματα, ή απέχουν από την εκλογική διαδικασία!
Τη δική της ευθύνη έχει και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, τόσο για τις επιλογές που έκανε όσο και για τη στάση εκπροσώπων της, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την προκλητική δήλωση του Γερμανού επιτρόπου Ετινγκερ για τις αγορές που θα «συνετίσουν» τους Ιταλούς (παρότι υπό το βάρος της κατακραυγής, ο ίδιος έσπευσε να ζητήσει συγγνώμη).
Εν κατακλείδι, όπως είχε επισημανθεί και παλαιότερα από τη στήλη, εάν σε μια Δημοκρατία, όπου κάθε ενήλικος πολίτης έχει μία ψήφο, ασχέτως οικονομικής κατάστασης και μορφωτικού επιπέδου, ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα της κοινής γνώμης θεωρεί ότι το «σύστημα» εξυπηρετεί δολίως τους «λίγους», επιβαρύνοντας τη θέση των πολλών, τότε είναι βέβαιο ότι θα προκύψει πρόβλημα.
Κατά συνέπεια, η άνοδος των αντισυστημικών πολιτικών σχηματισμών μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο με πολιτικές που θα επιχειρούν να αλλάξουν την κατάσταση στην κοινωνία, όχι με ευχολόγια και αφορισμούς.
ΥΓ: Στην περίπτωση της Ιταλίας, είναι ευχής έργον ότι η κρίση που δημιουργήθηκε μεταξύ των νικητών στις πρόσφατες εκλογές και του Προέδρου της Δημοκρατίας επιλύθηκε συμβιβαστικά. Διότι αν οδηγείτο η χώρα σε νέες εκλογές, λόγω της άρνησης του Προέδρου να δεχτεί υπουργό της νέας κυβέρνησης, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι η νίκη των Πέντε Αστέρων και της Λίγκας του Βορρά θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αυτό τουλάχιστον έδειξαν οι σφυγμομετρήσεις για την αποδοχή της ενέργειας του Προέδρου, μεταξύ της κοινής γνώμης.