Η πρόσφατη έκθεση για τον ετήσιο Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Κομισιόν αποτυπώνει μια «αλήθεια» που οι περισσότεροι ήδη γνώριζαν. Παρά κάποια θετικά βήματα, η χώρα μας δεν έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην «ψηφιοποίησή» της, σε σύγκριση με άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για το 2018, με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη, η χώρα μας κατατάσσεται… προτελευταία, στην 27η θέση, όπως και το 2017, αμέσως μετά τη Βουλγαρία και πριν από τη Ρουμανία, αλλά και 11 ολόκληρες θέσεις πίσω από την Πορτογαλία!
Κι αν στον τομέα της κοινωνίας έχουμε να παρουσιάσουμε την εκπληκτική πορεία του… Facebook, στο οποίο δεν γνωρίζω αν η χώρα μας εξακολουθεί να κρατά τα σκήπτρα (κατά κεφαλή), όπως παλαιότερα, στον χώρο της οικονομίας φαίνεται ότι… πατώνουμε!
Η έκθεση στη γενική της εικόνα παρουσιάζει ως βασικές αιτίες την έλλειψη υποδομών σε ό,τι αφορά τις γρήγορες και πολύ γρήγορες συνδέσεις (είμαστε οι τελευταίοι της ΕΕ από πλευράς συνδεσιμότητας), εμμέσως το θέμα του κόστους των υπηρεσιών (αναφέρεται ότι εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) αλλά και τα χαμηλά ποσοστά διείσδυσης (σύνδεσης πελατών σε σχέση με τον πληθυσμό), σε σύγκριση με τα αρκετά υψηλά ποσοστά γεωγραφικής κάλυψης.
Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα: «Οι Έλληνες είναι ενεργοί χρήστες των διαδικτυακών υπηρεσιών και οι εταιρείες χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο της ΕΕ». Όμως «η ένταξη πιο εξελιγμένων ψηφιακών τεχνολογιών παραμένει σε χαμηλό επίπεδο, μολονότι η χρήση ηλεκτρονικών τιμολογίων προχώρησε σε κάποιο βαθμό. Οι επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών και των ψηφιακών δεξιοτήτων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και μπορούν να αποτελέσουν τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας».
Ωστόσο, ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά, ερμηνεύοντας τα στοιχεία που περιέχει η έκθεση, αφορά τη νοοτροπία και την «αδράνεια» από την πλευρά των χρηστών της ψηφιακής τεχνολογίας σε ό,τι αφορά την εκμετάλλευσή της.
Είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα κατατάσσεται σε αρκετά υψηλές θέσεις σε ό,τι αφορά «απλές» χρήσεις του διαδικτύου και των επικοινωνιών, που αφορούν την ενημέρωση και την ψυχαγωγία (ανάγνωση ειδήσεων, συμμετοχή σε κοινωνικά δίκτυα, παρακολούθηση video κ.λπ.), ενώ αντίθετα είναι στις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά τη χρήση πιο σύνθετων υπηρεσιών, όπως το e-banking και οι ηλεκτρονικές αγορές.
Πιο χαρακτηριστικό είναι ίσως το γεγονός ότι παρά τα capital controls με τους περιορισμούς στις αναλήψεις και την ολοένα αυξανόμενη χρήση του «πλαστικού χρήματος», σε ό,τι αφορά τη χρήση του e-banking, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη στην 25η θέση με ποσοστό 36% (αυξημένο όμως από το 28% του 2016), όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης κινείται στο… 61%!
Συνολικά, σε ό,τι αφορά τον δείκτη ενσωμάτωσης της ψηφιακής τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις, η χώρα μας βρέθηκε στην 24η θέση, πέφτοντας κατά μία θέση σε σχέση με το προηγούμενο έτος!
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι καλή «βαθμολογία» πήρε μόνο στην ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών και στη χρήση (πάλι!) μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου κινείται στα ίδια επίπεδα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σε όλους τους άλλους τομείς, από τα ηλεκτρονικά τιμολόγια ως τον κύκλο εργασιών του ηλεκτρονικού εμπορίου, κινείται κάτω από την 20ή θέση και στους περισσότερους, κυριολεκτικά πατώνει!
Ακόμη χειρότερη είναι η εικόνα για τις «ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες», όπου η χώρα μας κατάφερε να διολισθήσει από την 27η στην 28η -και τελευταία- θέση!
Εν ολίγοις, παρά τη σχετικά ικανοποιητική εικόνα σε ότι αφορά τις ψηφιακές υπηρεσίες ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, η εικόνα χρήσης του «ψηφιακού πολλαπλασιαστή» στην οικονομία και την παραγωγή «αξίας», είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας που προσφέρει η τεχνολογία, είναι έως και ζοφερή. Κι αν, ως ένα βαθμό, αυτό οφείλεται στις δημόσιες επενδύσεις και στη μεγάλη ολιγωρία του κράτους, ως προς την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών αλλά και των εσωτερικών υποδομών του, τα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι και ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας δεν έχει ακόμη αντιληφθεί τη διαρκώς αυξανόμενη σημασία των ψηφιακών τεχνολογιών στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά του.
Ακόμη χειρότερα, φαίνεται ότι η ψηφιακή «κουλτούρα» που έχει περάσει στην κοινωνία αφορά περισσότερο την απλούστερη χρήση αυτών των τεχνολογιών, για λόγους ενημερωτικούς και ψυχαγωγικούς, με το ποσοστό των χρηστών που διαθέτουν «τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες» να ανέρχεται στο 46%, χωρίς καμία μεταβολή από το προηγούμενο έτος, γεγονός που κατατάσσει τη χώρα μας στην 25η θέση, ενώ σε ό,τι αφορά τους ειδικούς σε τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών καταλαμβάνουμε την τελευταία θέση, επηρεαζόμενοι προφανώς και από τη «διαρροή» καταρτισμένων νέων στο εξωτερικό.
Πώς θα μπορούσε να αλλάξει αυτή η κατάσταση;
Προφανώς η μία όψη του νομίσματος αφορά τις επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, με έμφαση και στην ψηφιοποίηση του κράτους, μέσω της οποίας μπορεί μεσοχρόνια να προκύψει και πολύ μεγαλύτερος «εθισμός» του πολίτη στη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών, αλλά και να αυξηθεί δραματικά η παραγωγικότητα ενός δημόσιου τομέα που, είτε αυτό αφορά κεντρικούς τομείς (όπως η εν πολλοίς «χειρόγραφη» ακόμη και σήμερα δικαιοσύνη) είτε περιφερειακούς (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τοπική Αυτοδιοίκηση), κινείται με τον… αραμπά!
Η κυβέρνηση δείχνει να έχει κατανοήσει τα προβλήματα. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από το βάρος που ρίχνει στο θέμα της ψηφιακής πολιτικής στο Αναπτυξιακό Σχέδιο που καταρτίζει για την επόμενη ημέρα. Θα πρέπει βέβαια να γίνουν οι εξαγγελίες πράξη.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η άλλη όψη του νομίσματος αφορά την εκπαίδευση και -ίσως ακόμη περισσότερο- την επιμόρφωση. Το ότι το ελληνικό σύστημα Παιδείας είναι σε πολλά σημεία του πολύ «χαλασμένο», μειώνει βεβαίως τις προσδοκίες, ο συγκεκριμένος τομέας όμως είναι πολύ στρατηγικός, πολύ «καθολικός» στις επιπτώσεις του, για να συνεχίσουμε να αδρανούμε ή να δικαιολογούμαστε με μικροβελτιώσεις, που κι αυτές εφαρμόζονται με αργούς ρυθμούς.
Οι ψηφιακές δεξιότητες πρέπει να καλλιεργούνται αποτελεσματικά από τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης έως και τα κορυφαία της.
Ομοίως, η ανάγκη ψηφιακής επιμόρφωσης είναι τεράστια στο υπάρχον εργασιακό δυναμικό, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, ιδίως δε μεταξύ των ανέργων, που όσο περισσότερο παραμένουν εκτός της αγοράς εργασίας, τόσο απομακρύνονται από την επάρκεια βασικών «ψηφιακών δεξιοτήτων» για να επανέλθουν. Πρόκειται δε για ανάγκη που αυξάνει κατά κανόνα όχι μόνο με την ηλικία (σε μια χώρα που σημειωτέον «γερνάει» ολοένα και περισσότερο), αλλά και με το επίπεδο των έως πρότινος «τυπικών προσόντων» που χαρακτήριζαν μια θέση.
Όσοι έχουν παρατηρήσει την αμηχανία και την αδεξιότητα με την οποία πολλοί εργαζόμενοι, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, χειρίζονται έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και το πληκτρολόγιό του, μάλλον αντελήφθησαν άμεσα τις επιπτώσεις που έχει η έλλειψη επιμόρφωσης όχι μόνο στην παραγωγικότητα του εργαζομένου αλλά και στον «νεκρό χρόνο» που δημιουργεί στους συναλλασσόμενους με εκείνον.
Εν κατακλείδι, σε μια χώρα ορεινή και συνάμα έντονα νησιωτική, όπως η Ελλάδα, μια χώρα μικρή σε πληθυσμιακά και λοιπά «μεγέθη», οι ψηφιακές τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας μπορούν να λειτουργήσουν ως πραγματικός πολλαπλασιαστής, ενισχύοντας ιδίως τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που έχουν ως κύριο όπλο αντιμετώπισης των μεγάλων εταιριών την ευελιξία και την ταχύτητα στη λήψη και εκτέλεση αποφάσεων. Ταυτόχρονα, θα μπορούσαν να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, σε όλα τα επίπεδα, αυξάνοντας έτσι τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά «ανταποδοτικότητας» που προσφέρει στον πολίτη, αλλά και μειώνοντας τις συχνά ατελείωτες χαμένες ώρες που συνοδεύουν οιαδήποτε εμπλοκή με την ελληνική γραφειοκρατία.
Το κακό είναι πως όλα αυτά είναι γνωστά εδώ και χρόνια, χωρίς να έχει συμβεί κάτι θεαματικό, είτε πριν, είτε και μετά την έλευση των μνημονίων, με μόνη ίσως εξαίρεση όσα σχετίζονται με τον εντοπισμό και τη συλλογή… «φορολογητέας ύλης».