Ουδείς αμφιβάλλει ότι η έννοια της «δίκαιης ανάπτυξης» είναι θεμιτή κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά, ότι αποτελεί προϋπόθεση σε μια δημοκρατική χώρα, για την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης σε σταθερό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Εντούτοις, η πραγμάτωση της συγκεκριμένης έννοιας είναι πολύ πιο δύσκολη από τη διατύπωσή της, σε οποιαδήποτε οικονομία. Κυρίως διότι προϋποθέτει τη δημιουργία εύκρατου επενδυτικού κλίματος, αλλά και τη διασφάλιση ικανοποιητικής διάχυσης του αποτελέσματος της αναπτυξιακής διαδικασίας στην ευρύτερη κοινωνία.
Στην περίπτωσή μας, έως στιγμής τουλάχιστον, δεν φαίνεται να υπάρχει μια οργανωμένη και αποτελεσματική προσπάθεια για τη δημιουργία τέτοιου κλίματος στην ελληνική οικονομία, παρά τις δηλώσεις που γίνονται.
Προσώρας, οι προσδοκίες έντονης ανάπτυξης για το επόμενο διάστημα περισσότερο εστιάζονται στα αποτελέσματα της «αποσυμπίεσης του ελατηρίου», μετά από τόσα χρόνια κρίσης, απλά και μόνο δηλαδή στην επαναφορά σε κάποιο είδος ομαλότητας, παρά σε οτιδήποτε άλλο.
Ταυτόχρονα, τα «εμπόδια» που παρουσιάζονται σε όποιον θέλει να επενδύσει (εμπόδια που έχουν καταγραφεί πολλάκις, οπότε δεν χρήζουν ιδιαίτερης αναφοράς), τοποθετούν την ελληνική οικονομία σε high risk/high reward επενδυτική κατηγορία, προσελκύοντας επί το πλείστον αντίστοιχου είδους επενδυτές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, φαντάζει σχεδόν αδύνατο να επιβάλουμε, ως χώρα, κανόνες «δίκαιης ανάπτυξης», όταν την ίδια στιγμή χρειαζόμαστε επενδύσεις ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων τα επόμενα χρόνια (όπως προκύπτει από διάφορες μελέτες που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα), προκειμένου να έχουμε ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας.
Υπάρχει διέξοδος; Με κάποια αισιοδοξία, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε θετικά, εάν και εφόσον γίνει κατανοητό ότι η επενδυτική ελκυστικότητα της χώρας «χωλαίνει» όχι μόνο διότι δεν υπάρχουν επαρκή κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων, ακόμη και σε κρίσιμους τομείς όπως η έρευνα και η τεχνολογία, αλλά και λόγω της πληθώρας αντικινήτρων που δημιουργεί (κυρίως) η αδράνεια και η γραφειοκρατία στον κρατικό τομέα και στους θεσμούς του, από τη φορολογία και τη χωροταξία, ως την εκπαίδευση και τη δικαιοσύνη.
Προκειμένου να προκύψει δίκαιη ανάπτυξη, θα πρέπει να αρθούν τα αντικίνητρα και να αυξηθούν τα πλεονεκτήματα της χώρας, ώστε να ξεχωρίζει και λόγω αποτελεσματικότητας στον επενδυτικό χάρτη.
Μόνον έτσι θα προσελκύσει επενδυτές υψηλού επιπέδου, με διαφορετικό «προφίλ» ανάληψης ρίσκου, από αυτούς που συνήθως «βλέπουν» την Ελλάδα. Κάτι το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, επιτυγχάνει ήδη, σε πείσμα του μικρού μεγέθους και των περιορισμένων πλουτοπαραγωγικών της πηγών, η «αδελφή» Κύπρος. Ακριβώς διότι κινείται πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο αποτελεσματικά σε ό,τι αφορά το θεσμικό πλαίσιο των επενδύσεων και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.
Δεν είναι τυχαία, βεβαίως, η συνεχής ενασχόληση του ΣΕΒ, το τελευταίο διάστημα, με το θέμα της προσέλκυσης επενδύσεων, εγχώριων και ξένων. Οι 75 προτάσεις που έχει καταθέσει, αγκαλιάζουν ένα ευρύ φάσμα πρωτοβουλιών που θα πρέπει να αναληφθούν, προκειμένου να επιτευχτεί ο «εθνικός στόχος» για αύξηση των επενδύσεων κατά 15% σε ετήσια βάση. Από τη συγκρότηση ενός Εθνικού Συμβουλίου Επενδύσεων, έως την πραγματοποίηση τομών σε κρίσιμες «παράπλευρες», πλην όμως πολύ σημαντικές, λειτουργίες, όπως η απονομή δικαιοσύνης, ιδίως σε ό,τι αφορά επενδυτικές υποθέσεις, που συχνά μπλοκάρουν… επ' αόριστον , λόγω της αναμονής αποφάσεων για ενστάσεις, προσφυγές κ.λπ.
«Ήμουν νιος και… γέρασα» θα πουν οι παλαιότεροι αναγνώστες, μια και πολλά από τα θέματα που θίγονται στις πρόσφατες προτάσεις του ΣΕΒ έχουν διαγνωσθεί και επισημανθεί επισήμως εδώ και… δεκαετίες, χωρίς όμως ως τώρα να επιλυθούν. Τουναντίον, κατάντησε να θεωρούνται περίπου «εγγενή στοιχεία» της ελληνικής πραγματικότητας που «δεν θα αλλάξουν ποτέ».
Ίσως ποτέ όμως να μην υπήρχε τόσο ισχυρή ανάγκη να γίνουν αλλαγές προς το καλύτερο, όσο αυτή την περίοδο, στην οποία, ας μην το ξεχνάμε, η χώρα μας υποβάλλει στους γνωστούς θεσμούς το «αναπτυξιακό σχέδιό» της για τα επόμενα χρόνια.
Κι όμως, ακόμη και σε τούτη τη φάση, δεν παρατηρείται οργανωμένος διάλογος και σύμπνοια, έστω στα βασικά, μεταξύ των μεγάλων πολιτικών κομμάτων αλλά και των κοινωνικών εταίρων, ώστε να μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε για ένα «Εθνικό Σχέδιο».
Οι αναλυτικές προτάσεις του ΣΕΒ θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια βάση για οργανωμένη και δημόσια συζήτηση, για έναν ταχύρυθμο «εθνικό διάλογο», πέρα από ιδεολογικές και πολιτικές αγκυλώσεις, προκειμένου να βρεθεί κοινός παρονομαστής και να υπάρξει ενδεχομένως ευρύτερη συναίνεση σε απαραίτητες τομές και αλλαγές, διευκολύνοντας την πραγματοποίησή τους.
Μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει, ενώ και η ίδια η κυβέρνηση δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να ανοίξει ευρύτερο διάλογο για το «καυτό θέμα» των επενδύσεων. Το ερώτημα που απομένει, είναι σε ποιο βαθμό διατίθεται να προχωρήσει η ίδια στην υλοποίηση κάποιων βασικών τομών, ως υπεύθυνη κυβέρνηση της χώρας.
Διότι, αν παραμείνουμε στα καθιερωμένα, τότε το πιο πιθανό είναι ότι η αναμενόμενη επέκταση της οικονομίας θα είναι συγκυριακή κι όχι μακροχρόνια, ενώ η έννοια της «δίκαιης ανάπτυξης» θα παραμείνει ευσεβής πόθος.