Οι πρόσφατες βαρύγδουπες δηλώσεις εκ μέρους της ηγεσίας των πιο μεγάλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περί μιας Ευρώπης «πολλών ταχυτήτων, μιας Ευρώπης των… «προθύμων», αποτελούν εξαιρετικά δυσάρεστη είδηση για τους πραγματικούς ευρωπαϊστές, διότι αποτελούν πρωτίστως -αν όχι και αποκλειστικά- μια ομολογία αποτυχίας.
Αποτελεί τη δημόσια πολιτική ομολογία ότι η Ένωση δεν μπορεί να συνεχίσει ως έχει (γνωστό εδώ και καιρό σε πλήθος αναλυτών), αλλά και ότι δεν υπάρχει «συναίνεση» μεταξύ των μελών της, εντός και εκτός Ευρωζώνης, για το πώς θα πρέπει να «μεταλλαχθεί» για να επιβιώσει.
Το γεγονός δε ότι ανάμεσα στους ηγέτες που μίλησαν για αυτή την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων και των «προθύμων» που θα μπορούν να προχωρήσουν περισσότερο, βρίσκονταν η Γαλλία και η Ιταλία, χώρες με σημαντικές δημοσιονομικές αδυναμίες και ισχυρό αντιευρωπαϊκό κίνημα, περιπλέκει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Διότι όσο δύσκολο είναι να φανταστούμε τη Γερμανία να ασπάζεται τις γεωπολιτικές ανησυχίες της Γαλλίας και της Ιταλίας, όπως και της Ισπανίας, άλλο τόσο δύσκολο είναι να δεχτούμε ότι η Ιταλία και η Γαλλία θα περάσουν στο «γερμανικό» οικονομικό μοντέλο που ασπάζονται οι βόρειες χώρες.
Το χειρότερο δε είναι ότι ένα «ενωσιακό» μοντέλο, που χαρακτηρίστηκε από τους επικριτές του «θνησιγενές», ακριβώς λόγω ελλιπούς ολοκλήρωσης, κινδυνεύει, εφόσον μετεξελιχθεί στην προαναφερθείσα κατεύθυνση, να γίνει ένας πραγματικός αχταρμάς, όπου το κάθε μέλος επιλέγει τι του «αρέσει» και τι όχι για να συμμετάσχει, ή αντίθετα να πρέπει να γίνει «αποδεκτό» από κάποιους άλλους, δήθεν ισότιμους με αυτό (ακρογωνιαίος λίθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ωσάν να πρόκειται για κάποιο privé club.
Τέτοιου είδους ιδέες, που δεν έχουν κανένα ιστορικό προηγούμενο, ωθούν το ούτως ή άλλως «πρωτότυπο πείραμα» της Ενωμένης Ευρώπης, σε μια ακόμη πιο θολή και περίπλοκη κατεύθυνση, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν βεβαίως και την εύλογη απορία: Αν είναι έτσι, γιατί αφέθηκε η κατάσταση με τη Μεγάλη Βρετανία, που πάντα δυσφορούσε με το στενό κοστούμι της ενιαίας ολοκλήρωσης, να φτάσει στο σημείο του Brexit;
Προφανώς, είναι η απάντηση, διότι αυτές οι «ιδέες» υιοθετήθηκαν μετά τη νέα πραγματικότητα του Βrexit, ως αντίδραση στην… κεραμίδα. Γεγονός που, με τη σειρά του, υποδηλώνει ότι η όλη «στρατηγική» των πολλών ταχυτήτων αποτελεί ένα πρώτο πολιτικό «τσιρότο» στο βαθύ τραύμα που διαπιστώθηκε: Ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να προχωρήσει έτσι, αλλά κι ότι δεν υπάρχουν σε όλη την έκτασή της οι πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για να ενωθεί περισσότερο, οπότε κινδυνεύει να διαλυθεί με το πέρασμα του χρόνου.
Η αλήθεια είναι ότι οι ηγέτες που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης και της Ευρωζώνης γνώριζαν όχι μόνο την ανάγκη για το εγχείρημα αλλά και τις αδυναμίες του. Λέγεται μάλιστα ότι ορισμένοι εξ αυτών προχωρούσαν με όσα μπορούσαν να γίνουν, εκτιμώντας ότι μια κρίση στο μέλλον (που θα απειλήσει την Ευρώπη) θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενοποίηση, διορθώνοντας τα λάθη.
Αν είναι όντως έτσι και χωρίς να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι είδους κρίση είχαν στο νου τους, αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι η κρίση που ξεκίνησε ως κρίση «χρεών» δεν ήταν η κατάλληλη. Διότι αντίθετα με μια γεωπολιτική κρίση, δεν δημιούργησε την αίσθηση, ιδίως στην κοινή γνώμη, ότι πρόκειται για γεγονός που ευθέως απειλεί την ύπαρξη, την επιβίωση. Δεν θεωρήθηκε existential danger. Και με τους χειρισμούς που έγιναν (μεταξύ αυτών και η ανάδειξη της κυριαρχίας επιμέρους κρατών και μη θεσμοθετημένων οργάνων, έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών), έφεραν τα αντίθετα αποτελέσματα!
Πρόκειται ενδεχομένως για μοιραίο γεγονός, το οποίο συμβαίνει σε μια περίοδο κατά την οποία θα ήταν απόλυτα λογικό να προχωρήσει η ενοποίηση της Ευρώπης, ακόμη και με όρους ομοσπονδιακούς, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η διεθνής πραγματικότητα που δημιουργεί η ανάδειξη μιας σειράς περιφερειακών οικονομικών υπερδυνάμεων και η σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τον λεγόμενο τρίτο κόσμο.
Η πραγματικότητα όμως είναι αμείλικτη. Αυτή τη στιγμή, οι κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για ουσιαστική περαιτέρω ενοποίηση δεν υπάρχουν. Οι ηγέτες το ομολόγησαν ήδη. Επιπλέον, δε, ομολόγησαν, εμμέσως πλην σαφώς, ότι «ψάχνουν» μια λύση για να μη διαλυθεί αλλά έως στιγμής δεν την έχουν βρει!
Και περιορίζονται σε μεγαλόστομες αοριστολογίες…