Αυτά που συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα είναι τουλάχιστον εντυπωσιακά. Τούτη τη φορά δεν μιλάμε για την εκλογή Τραμπ, αλλά για την αλλόκοτη κατάσταση που φαίνεται να επικρατεί γύρω από την ελληνική πολιτική σκηνή.
Διότι την ίδια ώρα που ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης ζητά μονότονα την παραίτηση της κυβέρνησης και τη διενέργεια εκλογών, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνησή του εισπράττουν… εύσημα, τόσο από τον απερχόμενο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Μπάρακ Ομπάμα, όσο και από τον επικεφαλής του Eurogoup και βασικό εκπρόσωπο των εταίρων-δανειστών μας Γερούν Ντάισελμπλουμ!
Κι αν τα συγχαρητήρια του πρώτου έχουν μειωμένη ίσως σημασία, λόγω του ότι είναι πλέον «απερχόμενος», ασφαλώς οι δηλώσεις του Ολλανδού υπουργού ότι «η νυν ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να είναι πολύ δεσμευμένη (committed) και εργάζεται πολύ πιο εποικοδομητικά απ' ό,τι προηγούμενες κυβερνήσεις» έχουν ιδιαίτερη σημασία!
Τι ακριβώς συμβαίνει; Βγήκε ξαφνικά ο ήλιος από τη… Δύση;
Πώς είναι δυνατόν κεφαλές του διεθνούς κατεστημένου να θέλγονται από την κυβέρνηση Τσίπρα, την οποία κάποια κομμάτια της αντιπολίτευσης κατηγορούν ακόμη για κρυπτο-κομμουνισμό κι ότι θέλει να κάνει την Ελλάδα… Βενεζουέλα;
Η απάντηση είναι μάλλον απλή. Παρά τις -ενίοτε και γραφικές πλέον- κορώνες ορισμένων στελεχών της περί κομμουνισμού (με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τον πρώην υπουργό Εργασίας Γιώργο Κατρούγκαλο, που δηλώνει κομμουνιστής από τα... δεκαπέντε του), η σημερινή κυβέρνηση Τσίπρα μπορεί να εκλέχθηκε με μια «αντισυστημική» πλατφόρμα, αλλά πλέον μοιάζει ολοένα και περισσότερο με μια προσπάθεια «ανανέωσης», προς το λαϊκότερο, της σοσιαλδημοκρατίας.
Αποτελεί εν ολίγοις το πρώτο παράδειγμα ρητορικά «αντισυστημικού» κόμματος, που κατόπιν της εκλογής του, μεταλλάχθηκε από τις πραγματικές συνθήκες σε… συστημικό νέου τύπου!
Κι επιβεβαιώνει πλήρως τη ρήση ότι «στην Ελλάδα, τα δύσκολα μέτρα τα περνούν αριστερές κυβερνήσεις».
Θα μπορούσε δε να ειπωθεί ότι μέχρι στιγμής εντός του ελληνικού πολιτικού σκηνικού είναι μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνος που έχει συλλάβει θεωρητικά την κοινωνική σημασία των όσων ήδη συμβαίνουν διεθνώς, είτε αφορά το Brexit είτε την εκλογή Τραμπ, με λίγα λόγια τη γενικότερη αναταραχή που δημιουργούν στη Δύση οι νέες οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης που τείνουν να διαμορφωθούν.
Το γεγονός ότι η πολιτική του δεν έχει καταφέρει να ανταποκριθεί στα αιτήματα καμίας κοινωνικής τάξης μέχρι στιγμής, οφείλεται από τη μία στις ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες (κρίση-μνημόνιο), κι από την άλλη, στην έλλειψη ικανοτήτων και εμπειρίας του μηχανισμού ενός κόμματος που μπορεί να έγινε κυβέρνηση, εξακολουθεί όμως να αντλεί υψηλόβαθμο ανθρώπινο δυναμικό κυρίως από τις τάξεις ενός σχήματος που είχε εμβέλεια της τάξεως του 3-4% στην ελληνική κοινωνία.
Αν όμως το μεγάλο στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να καταφέρει να διευρυνθεί σε επίπεδο στελεχών, την ίδια ώρα που πιέζεται δημοσκοπικά και χάνει έδαφος στην κοινωνία, εξίσου μεγάλο είναι το πρόβλημα και της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το μονότονο αίτημα των εκλογών και οι υψηλοί τόνοι απέναντι στην κυβέρνηση δεν αποτελούν δείγμα μιας στρατηγικής αλλά περισσότερο της έλλειψής της. Στην πράξη, η Νέα Δημοκρατία αδυνατεί να συσπειρώσει, παρά τον καταιγισμό δυσάρεστων μέτρων που πέρασε και περνά από τη Βουλή η συμπολίτευση, διότι δεν έχει ένα «νέο» μήνυμα.
Μέχρι σήμερα δείχνει ιδεολογικά και πνευματικά εγκλωβισμένη όχι μόνο από την παραδοσιακά φιλελεύθερη ιδεολογία του αρχηγού της, αλλά και από την ακόμη πιο παραδοσιακή «δεξιά» φρασεολογία αρκετών στελεχών της (που κανονικά θα έπρεπε να έχουν εγκαταλείψει από καιρό το προσκήνιο), αδυνατώντας να συλλάβει τα μηνύματα «επανεφεύρεσης» που δημιουργεί η νέα διεθνής συγκυρία, τόσο για την Αριστερά όσο και για τη Δεξιά.
Όσο διαρκεί όμως αυτή η κατάσταση (διότι είναι πιθανό ότι η εκλογή Τραμπ θα αφυπνίσει κάποιους), το πιθανότερο είναι ότι ο ήλιος θα συνεχίσει να ανατέλλει από τη… Δύση, με τη συμπολίτευση να διατηρεί την εξουσία παρά τη φθορά που έχει υποστεί, ιδίως εφόσον τους επόμενους μήνες καταφέρει να εξασφαλίσει το απαραίτητο «ορόσημο», τη συμμετοχή της Ελλάδας στο QE του Ντράγκι.