Το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιανουαρίου έφερε στην εξουσία μια ομάδα πολιτικών που είχε διανύσει τη διαδρομή της στο χώρο της Αριστεράς, χωρίς να περάσει ποτέ ως τώρα από τη κονίστρα της διακυβέρνησης.
Κι έτσι, τώρα που το άλμα προς την εξουσία έγινε, φαίνονται τα κενά στη διαχείρισή της.
Καλώς ή κακώς, η άσκηση αντιπολίτευσης, ακόμη και όταν είναι επιτυχής, δεν στηρίζεται σε έργα, αλλά σε λόγια. Σε υποσχέσεις και «θεωρίες» που αποσκοπούν στο να ικανοποιήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πολιτικό ακροατήριο. Οι θεωρίες όμως, όσο ωραίες κι αν ακούγονται, σπανίως αντέχουν στη βάσανο της πράξης, στους περιορισμούς της διακυβέρνησης.
Τη διαπίστωση αυτή εμπεδώνουν σταδιακά τους τελευταίους μήνες κάποια κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Βλέπουν ότι πολλά από τα σχέδια που έκαναν επί χάρτου είναι πρακτικά ανεφάρμοστα. Κι ότι κάποιες «γρήγορες λύσεις» που είχαν στο μυαλό τους ήταν ανεδαφικές.
Βλέπουν επίσης ότι η διαπραγμάτευση με την Ευρώπη είναι πολύ πιο σύνθετη και δύσκολη απ' ό,τι ανέμεναν.
Υπάρχει όμως και μια κατηγορία στελεχών που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται το πρόβλημα. Που θεωρεί ότι αν οι απόψεις και τα σχέδιά της δεν συμφωνούν με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο... για την πραγματικότητα!
Από την εσωτερική διαπάλη αυτών των δύο ομάδων, ας τους αποκαλέσουμε «πραγματιστές» και «ιδεολόγους», για λόγους ευκολίας, θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και η επιβίωση της κυβέρνησης.
Ήδη είναι σαφές ότι η διαπραγμάτευση με τους δανειστές έχει ελπίδες να φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα, μόνο αν επικρατήσουν οι πραγματιστές. Εκείνοι που αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να κατεβάζουν στο τραπέζι πρόχειρα ευχολόγια ή θεωρίες που αντιβαίνουν στις κρατούσες ευρωπαϊκές αντιλήψεις - και να περιμένουν ανταπόκριση. Εκείνοι που φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν πως οι κανόνες της ευρωζώνης μπορεί να «ξεχειλώσουν» υπό προϋποθέσεις, αλλά δε σπάνε με τίποτα!
Ότι ακόμη και μια πολιτική συμφωνία «κορυφής» θα αφορά το ξεχείλωμα κάποιων κανόνων (με ταυτόχρονη ρητή διαβεβαίωση περί του σεβασμού τους), κι όχι την ωμή παραβίασή τους. Ότι τα προσχήματα πρέπει σε κάθε περίπτωση να τηρηθούν.
Αυτό άλλωστε προκύπτει και από τους χειρισμούς που γίνονται τις τελευταίες μέρες. Είναι πλέον έκδηλο ότι αν θέλει η κυβέρνηση να εφαρμόσει κάποιες -αναμφίβολα ορθές- κοινωνικές πολιτικές (όπως π.χ. η 13η σύνταξη για τους χαμηλοσυνταξιούχους) θα πρέπει να πείσει ότι έχει εναλλακτικές με ισοδύναμο αποτέλεσμα. Κι ότι αν δεν πείσει, θα αναγκαστεί να συρθεί αργά και βασανιστικά (για όλη τη χώρα) σε οδυνηρές ατραπούς.
Από αυτήν την πλευρά δεν είναι καλός οιωνός το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει ως τώρα συγκροτημένη συνολική στρατηγική, αλλά... προσωπικές απόψεις υπουργών και στελεχών που συχνά είναι καταφανώς αντικρουόμενες.
Είτε πρόκειται για την παιδεία, είτε για το μεταναστευτικό, είτε για τη φορολογία, πολύ δε περισσότερο για την οικονομία και την ανάπτυξη.
Μέτρα αναγγέλλονται κι εν συνεχεία διαψεύδονται, ορισμένα περνούν από τη Βουλή κι εν συνεχεία ακυρώνονται με... διαβεβαιώσεις (συνέβη με την περιβόητη πλέον διάταξη που πρακτικά καταργούσε το θεμέλιο λίθο των ΑΕ και των ΕΠΕ - την περιορισμένη ευθύνη των μετόχων), γενικώς επικρατεί ένα αλαλούμ που δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι άνευ προηγουμένου.
Με άλλα λόγια, δεν εμφανίζεται απλώς μια καθυστέρηση ή κάποιες αδυναμίες στην εφαρμογή ενός προγράμματος, αλλά έλλειψη ρεαλιστικού, εφαρμόσιμου προγράμματος. Κι αυτό δημιουργεί πραγματικό «κενό εξουσίας» στη λήψη αποφάσεων.
Ακόμη δε κι αν δεχτούμε ότι η στρατηγική σε ορισμένα μέτωπα της οικονομίας εξαρτάται από παραμέτρους που μένει να συμφωνηθούν με τους δανειστές, είναι βέβαιο ότι σε άλλους τομείς δεν υπάρχει αντίστοιχο ζήτημα.
Στην τρέχουσα συγκυρία, περιθώρια χρόνου για να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση δεν υπάρχουν. Είτε θα επικρατήσουν γρήγορα οι πραγματιστές και θα ληφθούν αποφάσεις προκειμένου να παραχθεί έργο, είτε η κυβέρνηση θα καταρρεύσει από μόνη της, χωρίς να χρειαστεί να τη ρίξουν οι αντίπαλοί της.
ΥΓ.: Εμφανής ολοένα και περισσότερο η έλλειψη στελεχών σε όλα τα επίπεδα, σε βαθμό που να διακινδυνεύω την πρόβλεψη ότι τυχόν επικράτηση των πραγματιστών θα συνοδευτεί από έξωθεν «ενίσχυση» του κυβερνητικού δυναμικού.