Η παράδοση κρατάει από πολύ παλιά, ίσως και παλαιότερα από τις διακηρύξεις του Παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, για «κλείσιμο των βάσεων του θανάτου» και έξοδο της χώρας από το ΝΑΤΟ. Συνεχίζεται, όμως, χωρίς διακοπή έως και τις μέρες μας.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα η ρητορική του ΠΑΣΟΚ ότι θα ανέστρεφε την πώληση του ΟΤΕ και του ΟΛΠ, στην περίοδο ΓΑΠ, αλλά και οι αντιμνημονιακές κορόνες Σαμαρά και τα… Ζάππεια, που μετατράπηκαν σε εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, στο πλαίσιο διαφορετικών συγκυβερνήσεων.
Πρόκειται για ένα σύμπτωμα αναξιοπιστίας, που χαρακτηρίζει συλλήβδην τα μεγάλα κόμματα, όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση. Αρνούνται κατά κανόνα οποιαδήποτε συναίνεση στην εκάστοτε κυβέρνηση, ακόμη κι όταν πρόκειται να κάνουν τα ίδια, ή περίπου τα ίδια, με τον ερχομό τους στην εξουσία.
Αναμφίβολα, δεν πρόκειται για φαινόμενο που ευδοκιμεί μόνον στην Ελλάδα. Έχω όμως την εντύπωση ότι στις περισσότερες χώρες με τις οποίες θέλουμε να συγκρινόμαστε δεν παρουσιάζεται με την ίδια ένταση και συχνότητα, ιδίως όταν πρόκειται για στάση που θα αναιρεθεί περίπου την επόμενη μέρα των εκλογών.
Οι παρενέργειες της συγκεκριμένης πρακτικής είναι πολλές. Αφενός έχουν καλλιεργήσει την αίσθηση στην κοινή γνώμη (ασχέτως αν ένα τμήμα της παρασύρεται προεκλογικά από υποσχέσεις που γνωρίζει ότι δύσκολα θα ικανοποιηθούν) ότι οι πολιτικοί μας είναι «κωλοτούμπες» που άλλα λένε, άλλα εννοούν, κι άλλα κάνουν, ό,τι αυτό σημαίνει για την αξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος.
Αφετέρου, υποχρεώνουν τους ίδιους τους πολιτικούς να διατηρούν μια διάσταση μεταξύ έργων και πράξεων, αλλά και να ακολουθούν μια θολή στρατηγική, προσπαθώντας -μάταια στις περισσότερες περιπτώσεις- να ισορροπήσουν ανάμεσα στις προσδοκίες που οι ίδιοι καλλιέργησαν στους ψηφοφόρους τους και σε αυτά που συμβαίνουν στην πραγματικότητα.
Δέσμιοι αυτής της κατάστασης είναι πρωτίστως οι βουλευτές, ιδίως όταν εξελέγησαν με τελείως διαφορετική «ατζέντα» από αυτήν που καλούνται να υπηρετήσουν ψηφίζοντας στη Βουλή, φαινόμενο που έχει οδηγήσει στα γνωστά φαινόμενα αντάρτικου και ανεξαρτητοποιήσεων, τα τελευταία χρόνια. Κι όλα αυτά βεβαίως καταλήγουν εν τέλει στην έλλειψη οράματος και ενότητας, αφενός μεταξύ των ψηφοφόρων του ίδιου κόμματος κι αφετέρου στην ευρύτερη κοινή γνώμη.
Είναι ένας από τους λόγους που μέχρι σήμερα δεν έχουμε καταφέρει, μετά από σχεδόν πέντε χρόνια κρίσης, να συνταχθούμε έστω σε έναν συγκεκριμένο εθνικό στόχο.
Στο ίδιο καλούπι κινείται σήμερα και ο ΣΥΡΙΖΑ. Υποστηρίζει μια σειρά δικούς του στόχους, κάποιους ίσως απολύτως θεμιτούς, σε σχέση με τους δανειστές, οι οποίοι όμως, είτε αρέσει είτε όχι, δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς τη συναίνεση των… ιδίων. Και αντιμάχεται οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, προκαταβολικώς, ασχέτως αν κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επικείμενη συνάντηση του πρωθυπουργού με την Α. Μέρκελ. Σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσυπέγραφε μια λύση εξόδου της Ελλάδος από τα μνημόνια, στηριγμένη στο πορτογαλικό μοντέλο (κάτι που εικάζεται ότι θα προτείνει ο κ. Σαμαράς, στο πλαίσιο των ελληνικών επιδιώξεων) ο κ. Σκουρλέτης έσπευσε να την απορρίψει οριζοντίως και καθέτως, λέγοντας ότι «δεν είναι η καλύτερη λύση».
Tέτοιου είδους θέσεις, όμως, θα τσεκαριστούν ανελέητα από το φίλτρο της πραγματικότητας, στην περίπτωση που η παράταξή του έρθει στην εξουσία, ανοίγοντας ίσως τον δρόμο για εντυπωσιακές… κωλοτούμπες.
Κάποιοι, το γνωρίζω, θα υποστηρίξουν ότι είναι (ψηφοθηρικό) καθήκον της εκάστοτε αντιπολίτευσης να απορρίπτει προκαταβολικώς ως ανεπαρκείς τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της.
Μπορεί και να είναι έτσι, σε συνθήκες ομαλότητας. Αδυνατώ όμως να πιστέψω ότι σε αυτήν τη συγκυρία κρίσης η διαρκής έλλειψη συναίνεσης δεν αφήνει πικρή γεύση σε κάθε σκεπτόμενο Έλληνα.