Δύσκολα έρχεται στο νου άλλη περίοδος τις τελευταίες δεκαετίες που να προσέφερε τόσο μεγάλες εκπλήξεις όσο η τρέχουσα. Είτε μιλάμε για την κρίση στην Ουκρανία, είτε για την επικείμενη ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας (που εκτιμάται ότι θα τροφοδοτήσει τα αυτονομιστικά κινήματα σε άλλες χώρες της Ευρώπης), είτε για την αραβική Άνοιξη και την εμφάνιση του διακρατικού μορφώματος ISIS στην περιοχή της Συρίας και του Ιράκ.
Υπό μία έννοια, αυτές οι εκπλήξεις δεν είναι παρά απρόβλεπτες πτυχές του φαινομένου της Παγκοσμιοποίησης.
Παραδόξως, την ίδια ώρα που ενισχύεται σε πρωτοφανή βαθμό η ικανότητα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης σε παγκόσμιο επίπεδο, ο εθνικισμός δείχνει να αναζωπυρώνεται ενώ περιφερειακές δυνάμεις, που ανέτειλαν στα πλαίσια του νέου «πολυπολικού» κόσμου, προσπαθούν να ενισχύσουν την επιρροή τους, διαγκωνιζόμενες σε διάφορα σημεία του πλανήτη.
Πρόκειται για φαινόμενα, τα οποία είτε δεν πρόβλεψαν, είτε αγνόησαν οι θεωρητικοί οραματιστές της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής δραστηριότητας, εκτιμώντας ίσως ότι η ευμάρεια που θα προκύψει, θα αποτελέσει ανάχωμα και ότι οι συγκρούσεις, ιδίως δε οι ένοπλες, θα καταστούν παρωχημένες.
Έτσι, καταλήξαμε να ζούμε σήμερα σε ένα κόσμο, ο οποίος από οικονομικής πλευράς επιχειρείται να λειτουργήσει ωσάν να μην υπάρχουν σύνορα και μεμονωμένα εθνικά συμφέροντα, όταν στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Σε πολλές περιπτώσεις ανά τον κόσμο η έννοια του εθνικού ή εθνοτικού συμφέροντος (καλώς ή και κακώς εννοούμενου) ισχυροποιείται, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις ίδιες τις προϋποθέσεις της παγκοσμιοποίησης.
Τα όσα συμβαίνουν μεταξύ Ρωσίας από την μία και ΗΠΑ-Ευρώπης από την άλλη, στην περιοχή της Ουκρανίας, αποτελούν ίσως το χαρακτηριστικότερο, το πιο οφθαλμοφανές παράδειγμα, αυτής της διάστασης μεταξύ οικονομικής αλληλεξάρτησης και αντικρουόμενων γεωπολιτικών συμφερόντων, με τρόπο που δημιουργεί έντονους πολιτικούς πονοκεφάλους, ιδίως μεταξύ των Ευρωπαίων πρωταγωνιστών της κρίσης.
Οι γεωπολιτικές αναταράξεις όμως, δεν είναι η μόνη εστία πονοκεφάλου για τους ηγέτες των χωρών που επέλεξαν να πρωτοστατήσουν στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Διαρκής πονοκέφαλος είναι και οι οικονομικές επιπτώσεις στις κοινωνίες τους, καθώς μέχρι τώρα οφέλη έχουν προκύψει μόνο για το 1% της κοινωνίας, ενώ για το υπόλοιπο φαίνεται ότι προκύπτει σημαντική ζημία, για λόγους που πολλάκις έχουν καταγραφεί σε προηγούμενα σημειώματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι έρευνες που κατέγραψαν χθες οι Financial Times, για τον κίνδυνο παγκόσμιου εργασιακού κραχ, με βαρύτατες συνέπειες για την οικονομική ανάκαμψη.
Το πρόβλημα για όσους πολιτικούς ηγέτες διαβλέπουν ότι η παγκοσμιοποίηση δεν υλοποιήθηκε με τον τρόπο που έπρεπε, κι ότι απειλεί το εθνικό τους συμφέρον, είναι ότι τώρα το καράβι δεν είναι εύκολο να γυρίσει πίσω. Χιλιάδες χιλιάδων διακρατικές συμφωνίες έχουν συναφθεί, ενώ οι εκπρόσωποι του χρήματος είναι έτοιμοι να τιμωρήσουν όποιον απειλήσει την ανεμπόδιστη διακίνηση των «επενδύσεων». Κι έτσι σε μεγάλο βαθμό τα χέρια των πολιτικών είναι δεμένα. Όντας «βραχυκυκλωμένοι», δεν έχουν ιδιαίτερα περιθώρια αντίδρασης, έως ότου κινηθεί ο πρωτεργάτης της παγκοσμιοποίησης, οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι τελευταίες, ως παγκόσμιος «χωροφύλακας», ήταν και ο εγγυητής του εγχειρήματος, έχοντας ως πρώτο γνώμονα το συμφέρον τους. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια δείχνουν ολοένα και περισσότερο απρόθυμες να παίξουν αυτό το ρόλο, ίσως γιατί το πολιτικό τους σύστημα συνειδητοποιεί ότι με εξαίρεση ένα μικρό και πολύ πλούσιο τμήμα της κοινωνίας τους, το μεγαλύτερο όφελος από το εγχείρημα το είχαν όχι εκείνες, αλλά οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες- και κυρίως η Κίνα.
Όλα λοιπόν δείχνουν ότι σε πολιτικό επίπεδο μια σειρά από «δεδομένα» ως προς τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε η παγκοσμιοποίηση, τίθενται υπό αναθεώρηση. Η διαδικασία όμως θα είναι αργή και επίπονη, με μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις και έντονες συγκρούσεις συμφερόντων, καθώς ακόμη και μέσα σε κάθε χώρα οι παράγοντες που ευνοήθηκαν από τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται σήμερα η «παγκοσμιοποίηση» θα δώσουν μάχη για να διατηρήσουν το στάτους κβο.