Στο αμέσως προηγούμενο σχόλιο το θέμα ήταν η επιβάρυνση της ανταγωνιστικότητας εξ αιτίας των πολιτικών και του κράτους, ήτοι της συνολικής νοοτροπίας του κρατισμού που χαρακτηρίζει λιγότερο ή περισσότερο, όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις επί δεκαετίες.
Τα φαινόμενα αυτά, είχαν όμως και πολύ δυσμενή επίδραση στον τρόπο που αναπτύχθηκε η ελληνική επιχειρηματικότητα, στη νοοτροπία των επιχειρηματιών και στις πρακτικές που ακολουθούν.
Διότι, για να λέμε όλη την αλήθεια, δεν έχει μόνο το κράτος τα μαύρα του τα χάλια. Σε μεγάλο βαθμό, το ίδιο συμβαίνει και με ένα τμήμα του ιδιωτικού τομέα. Πρόκειται για εκείνους τους επιχειρηματίες που αποδεχόμενοι να παίξουν με τους όρους της ελληνικής πραγματικότητας, κατέληξαν να ενστερνιστούν συνολικά το… «μοντέλο», ακόμη και σε επίπεδο νοοτροπίας.
Κι όχι, δεν πρόκειται μόνο για τους λεγόμενους «κρατικοδίαιτους», εκείνους δηλαδή που συστηματικά απομυζούν ένα μέρος των κρατικών δαπανών, των έργων και των προμηθειών του ευρύτερου κρατικού τομέα, συχνά με τρόπο που άπτεται της διαπλοκής, των «διασυνδέσεων» και των… δώρων.
Μεταξύ επιχειρηματιών, μικρών ή μεγαλύτερων, που κινούνται σε διάφορους κλάδους και τομείς επικρατεί (χωρίς να εκφράζεται βεβαίως άμεσα) η άποψη ότι αφού εν πολλοίς «τόλμησαν» να δραστηριοποιηθούν σε αυτό το δυσμενές για τον ιδιωτικό τομέα περιβάλλον, δικαιούνται να έχουν ελαφρυντικά για ένα σωρό μειονεκτήματα, αλλά και μια παράδοξη νοοτροπία απέναντι στον πελάτη.
Έτσι, συχνά βλέπουμε επιχειρήσεις, μικρές ή μεγαλύτερες, που χαρακτηρίζονται από μια νοοτροπία «αρπαχτής» (να βγάλουμε όσο το δυνατόν περισσότερο κέρδος τώρα που μπορούμε, γιατί ποιος ξέρει τι θα γίνει αύριο), χωρίς σχεδιασμό και προγραμματισμό για το μέλλον, ενώ συχνά αντιμετωπίζουν τις υποχρεώσεις τους με τρόπο που δείχνει ότι έχουν μελετήσει προσεκτικά τα μαθήματα αυθαιρεσίας που εδώ και αρκετά χρόνια δίνει το κράτος, είτε αυτό αφορά εργαζόμενους, είτε πιστωτές, είτε ακόμη και τους πελάτες τους. Κι όχι δεν γράφω για εκείνους που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, αλλά για εκείνους που επιλέγουν να μην το κάνουν, και δεν είναι λίγοι.
Τα ίδια ισχύουν σε ότι αφορά τις φορολογικές υποχρεώσεις. Η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να είναι για πολλούς «τρόπος ζωής», παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί. Κι εδώ το φαινόμενο αφορά πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις, ιδίως στο χώρο των υπηρεσιών.
Όλα αυτά βεβαίως τα συμπτώματα, χαρακτηρίζουν μια κατηγορία ανθρώπων που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα είχαν προ πολλού χαρακτηριστεί «λαθρεπιβάτες» της επιχειρηματικότητας, όχι όμως και στην Ελλάδα, όπου το γενικότερο «μπάχαλο» τους συχνά τους ευνοεί, έναντι εκείνων που τηρούν τους κανόνες και την επιχειρηματική ηθική.
Αντίστοιχης αφετηρίας είναι επίσης και μια ευρύτερη νοοτροπία προστατευτισμού, στα πλαίσια της οποίας, οι ίδιοι οι επιχειρηματίες, ζητούν από το κράτος να μην αυξήσει τον ανταγωνισμό, διότι δεν επιθυμούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που επιβάλλει η τεχνολογία και το καθεστώς των ελεύθερων αγορών, στην οποία εντάσσονται π.χ. οι αντιδράσεις για τα απελευθερωμένα ωράρια, αλλά και η γενικότερη αδράνεια στην υιοθέτηση καινοτόμων πρακτικών.
Τέλος μια ακόμη πτυχή του ίδιου κατά βάση φαινομένου, είναι και η αντίληψη ορισμένων, ότι μπορούν να επιχειρούν ρισκάροντας μόνο τα λεφτά των άλλων, είτε πρόκειται για μετόχους, είτε για πιστωτές και τράπεζες.
Τέτοιου είδους καταστάσεις δεν αφορούν τόσο τους μικροεπιχειρηματίες, όσο εκείνους που κατάφεραν να στήσουν σημαντικές εταιρίες, τις οποίες όμως εκμεταλλεύονται συχνά με τρόπο «πειρατικό», απαράδεκτο τόσο για τους μετόχους τους, όσο και για τους πιστωτές, ιδίως όταν παρουσιαστούν προβλήματα.
Στη περίπτωση αυτή, όλες οι ευθύνες μετατίθενται κατά κανόνα στο «κακό κράτος» ως αιτία των δεινών, (σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι, σε άλλες όμως, οι ίδιοι οι επιχειρηματίες έχουν πολύ μεγάλη ευθύνη), κι ο «αγώνας» δίδεται από τους εμπλεκόμενους, για να πληρώσουν το μάρμαρο, όποιοι άλλοι, εκτός από τους ίδιους. Πολλές φορές χωρίς καμία έγνοια για το μέλλον της εταιρίας τους.
Η παραπάνω καταγραφή δεν είναι πλήρης, δίνει όμως την εικόνα των επιπτώσεων, της παθογένειας που έχει ενθαρρύνει το καθεστώς αυθαιρεσίας και κρατισμού, υπό το οποίο έχει λειτουργήσει ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας.
Προφανώς, για ν' ανταπεξέλθουμε στις νέες διεθνείς συνθήκες και να μην επιστρέψουμε σύντομα στην κρίση, η αναβάθμιση του ιδιωτικού τομέα, σε αντιλήψεις, συνήθειες και πρακτικές, (ιδίως σε ότι αφορά την οργάνωση και την εκπαίδευση-επιμόρφωση) πρέπει να πάει «χέρι χέρι» με τη βελτίωση του κρατικού τομέα.
Και οι «λαθρεπιβάτες» της επιχειρηματικότητας, πρέπει να εξοστρακιστούν.
Αυτό όμως είναι κάτι που-δυστυχώς-σπάνια συζητείται, καθώς η δημόσια αντιπαράθεση στην Ελλάδα, γίνεται συνήθως σε επίπεδο «άσπρου-μαύρου», μεταξύ κράτιστών που είναι ιδεολογικά αντίθετοι με τον ιδιωτικό τομέα και φανατικών φιλελεύθερων που θεωρούν ότι για όλα όσα είναι στραβά, φταίει μόνον το κράτος, ενώ όσα συμβαίνουν στον ιδιωτικό τομέα, είναι «καλώς καμωμένα».