Την ώρα που η οικονομία δείχνει να ισορροπεί, ο βασικός φόβος όσων μετέχουν ενεργά στις οικονομικές εξελίξεις αφορά το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας. Είτε λόγω ενός ατυχήματος σε κάποια από τις σοβαρές ψηφοφορίες που έπονται στη Βουλή, είτε με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η συγκυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την κόπωση όχι μόνον του εκλογικού σώματος, αλλά και των βουλευτών της, μετά τον χείμαρρο σκληρών μέτρων που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια. Κι επιτείνει την κατάσταση βάζοντας αυτογκόλ, με σημαντικότερο ίσως μέχρι σήμερα τον τραγέλαφο του ΕΝΦΙΑ, που έδειξε την προχειρότητα με την οποία ψηφίζονται και εφαρμόζονται νομοθετήματα πραγματικά «στρατηγικής σημασίας» όχι μόνον οικονομικά, αλλά και πολιτικά.
Βασικός της αντίπαλος εξακολουθεί να είναι η συγκυρία κι ο εαυτός της, όχι η αντιπολίτευση. Από την άλλη πλευρά όμως, η έξοδος από την κρίση στην οποία φαίνεται να βρίσκεται (όπως έδειξαν και οι τελευταίες κινήσεις του πρωθυπουργού) δεν θα έλθει από το εσωτερικό, αλλά από την Ευρώπη.
Στην ουσία, ο σκληρός πυρήνας της ευρωζώνης και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών μπορούν να προσφέρουν στη συγκυβέρνηση, αλλά και στη χώρα, κάποιες ανάσες ανακούφισης, όχι μόνο στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις με την τρόικα, αλλά και στο μείζον θέμα του χρέους.
Μετά από χρόνια στερήσεων, με σκληρά μέτρα, μείωση εισοδήματος και έντονη ανασφάλεια, τόσο η κοινωνία όσο και η κυβέρνηση έχουν ανάγκη κάποιας έμπρακτης «επιβράβευσης» για την προσπάθεια που έχει γίνει. Για να το πούμε και πιο λαϊκά: από μαστίγιο χορτάσαμε, χρειάζεται και λίγο καρότο…
Διότι όσες ελλείψεις και δυσλειτουργίες και να προσάψουμε στα κυβερνητικά σχήματα, το γεγονός παραμένει ότι μέσα σε λίγα χρόνια έγιναν αλλαγές πρωτόγνωρες, κι επιτεύχθηκαν αριθμοδείκτες που δεν είχαμε δει επί δεκαετίες. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει μεγάλα λάθη, τόσο από το εγχώριο πολιτικό προσωπικό, όσο και από τους τεχνοκράτες της τρόικας.
Το ερώτημα είναι αν η Ευρώπη (διότι είναι προφανές ότι ο ρόλος του ΔΝΤ γίνεται ολοένα και πιο περιφερειακός, ενώ οι Γερμανοί έχουν σχεδόν δηλώσει επισήμως ότι θα ήθελαν την αποχώρησή του) θα ανταποκριθεί σε αυτήν την ανάγκη, μειώνοντας τις απαιτήσεις της σε ακανθώδη σημεία της διαπραγμάτευση ς- και το κυριότερο, ξεκινώντας όσο το δυνατόν πιο σύντομα συνομιλίες για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους.
Πρόκειται για το κομβικότερο ίσως σημείο, διότι μια ευνοϊκή ρύθμιση θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει σημείο καμπής όχι μόνο για τη δημοτικότητα της κυβέρνησης (και την οικονομική-επενδυτική δραστηριότητα) αλλά και για το ηθικό των βουλευτών σε αμφότερες τις παρατάξεις που τη συγκροτούν.
Ακόμη δε και στην περίπτωση όπου οι εταίροι μας ζητούσαν προσυπογραφή του κ. Τσίπρα (δεδομένης της αβεβαιότητας για το ενδεχόμενο εκλογών), τυχόν άρνησή του θα αποτελούσε έναυσμα για τη διεξαγωγή ακαριαίας εκλογικής αναμέτρησης, προκειμένου να ανανεωθεί η λαϊκή εντολή.
Αρκεί βεβαίως η ρύθμιση να είναι πράγματι ευνοϊκή και επαρκής.
Με αντίστοιχες βλέψεις είναι σχεδόν βέβαιο (με βάση και τις συνομιλίες που είχε προχθές στη Βουλή) ότι πρόκειται να μεταβεί στο Βερολίνο ο κ. Σαμαράς, προκειμένου να συνομιλήσει με τη Γερμανίδα ομόλογό του που παίζει και τον πρώτο ρόλο στις ευρωπαϊκές αποφάσεις.
Το πώς θα ανταποκριθούν οι Ευρωπαίοι δεν είναι εύκολο να προεξοφληθεί δεδομένου ότι η κατάσταση στην Ευρώπη είναι ρευστή. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι εταίροι μας στην ευρωζώνη κρατούν στα χέρια τους τη λύση για την απομάκρυνση της πολιτικής αβεβαιότητας - και προφανώς το γνωρίζουν.
Θα ρισκάρουν μια «αλλαγή» απρόβλεπτη στις συνέπειές της κατά την τρέχουσα περίοδο;