Η συμφωνία μεταξύ της Πειραιώς και της MIG αποτελεί ίσως την πιο ταιριαστή συνέχεια στη διαδικασία ενίσχυσης των ελληνικών τραπεζών, με ιδιωτικά κεφάλαια. Σηματοδοτεί με τον καλύτερο τρόπο την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, ώστε να γίνει η απόλυτα επιβεβλημένη προσαρμογή στις νέες συνθήκες, όπως άλλωστε καταγράφεται και στο σχετικό θέμα του Euro2day.gr.
Ακόμη και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την επίσημη έναρξη της κρίσης (με ορόσημο την υπογραφή του πρώτου μνημονίου), ο ιδιωτικός τομέας βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Τα επίπεδα κατανάλωσης δεν έχουν πια καμία σχέση με την εποχή της επίπλαστης ευμάρειας. Πάρα πολλές μικρομεσαίες, αλλά και μεγαλύτερες, επιχειρήσεις έχουν βάλει λουκέτο, ή βρίσκονται στα πρόθυρα. Οι τιμές έχουν συμπιεστεί, η χρηματοδότηση παραμένει εξαιρετικά δυσχερής και οι εξαγωγές έχουν φρακάρει.
Εντούτοις μέσα σε αυτό το ζοφερό -ακόμη- τοπίο, κρύβονται ευκαιρίες, που όμως για να αξιοποιηθούν θέλουν άλλη νοοτροπία, θέλουν επιχειρηματική τόλμη και κατανόηση των αδύναμων σημείων του προηγούμενου μοντέλου.
Το κακό είναι ότι μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού «κεφαλαίου» της χώρας είτε επέλεξε να αποστασιοποιηθεί από τα δρώμενα (σε πολλές περιπτώσεις φυγαδεύοντας κεφάλαια στο εξωτερικό), είτε εξακολουθεί να αναπολεί το παρελθόν, αντί να σχεδιάζει το μέλλον.
Υπάρχουν κλάδοι που υποφέρουν διότι σε αυτούς κινούνται πολλοί περισσότεροι παίκτες, από όσους επιτρέπουν τα νέα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας. Όχι μόνον αυτά που προέκυψαν λόγω κρίσης, αλλά και αυτά που θα καταγράφονται σε μια υγιή οικονομία που δεν συντηρείται σχεδόν αποκλειστικά από την κατανάλωση... δανεικών.
Υπάρχουν εξαγωγικοί κλάδοι στους οποίους το μικρό (για τη διεθνή πραγματικότητα) μέγεθος των παικτών εμποδίζει την ανάπτυξη, διότι δε διαθέτουν τις απαραίτητες συνέργειες, την οργάνωση, το know how, ή και την επενδυτική δυνατότητα για να κάνουν το άλμα.
Οι ξένοι επενδυτές όλα αυτά τα αντιλαμβάνονται και σπεύδουν να αδράξουν την ευκαιρία. Τριγυρίζουν ελληνικές επιχειρήσεις (και τους τραπεζίτες τους), περιμένοντας πότε θα εξαγοράσουν σε χαμηλές τιμές, έμμεσα ή άμεσα, προκειμένου να επιβάλουν δικούς τους όρους εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης, συνήθως έχοντας στον νου τους την επόμενη διενέργεια συνενώσεων.
Ουδέν μεμπτόν σε αυτό, αρκεί να μην ξεπεραστούν κάποια όρια. Αρκεί να υπάρξει και αντίδραση από το ντόπιο κεφάλαιο, ώστε να αποφύγουμε ακρότητες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον αφελληνισμό ολόκληρων κλάδων της οικονομίας, με συνέπειες που θα γίνουν στη συνέχεια ορατές στην κοινωνία και την πολιτική.
Δυστυχώς, έως πρότινος ήταν σαφές ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις το ντόπιο κεφάλαιο βρισκόταν σε ένα είδος χειμερίας νάρκης, που άφηνε -και αφήνει- το πεδίο ελεύθερο αποκλειστικά για τους ξένους παίκτες.
Ασφαλώς τα ελληνικά κεφάλαια είναι σταγόνα στον ωκεανό των ξένων διαθέσιμων κεφαλαίων. Δεν είναι όμως ασήμαντα, ούτε ανύπαρκτα. Ούτε και μπορούμε να αποδώσουμε την έλλειψη συνενώσεων μεταξύ ελληνικών επιχειρήσεων αποκλειστικά σε λόγους οικονομικούς.
Δυστυχώς, οι εγχώριοι επιχειρηματίες εξακολουθούν να διαπνέονται από τη νοοτροπία του «καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη», ακόμη κι όταν βρίσκονται στα πρόθυρα της καταστροφής.
Η νοοτροπία αυτή θα πρέπει να αλλάξει, όπως και η επενδυτική... παθητικότητα του εγχώριου επιχειρηματικού στοιχείου.
Είναι βέβαιο ότι τόσο ο Μιχάλης Σάλλας όσο και ο Ανδρέας Βγενόπουλος είναι ρεαλιστές και ξέρουν να αξιοποιούν τις ευκαιρίες.
Η συνεργασία τους με όχημα τη MIG αποσκοπεί στο να αναδιαρθρώσει ολόκληρους κλάδους της οικονομίας, δημιουργώντας ισχυρούς υγιείς παίκτες με ορίζοντα την επόμενη μέρα. Πρόκειται για κίνηση που συνδυάζει την ισχυρή θέσης της MIG σε αρκετούς τομείς της ελληνικής οικονομίας με τη δύναμη της πρώτης τράπεζας της χώρας, που έχει σημαντική «έκθεση» σε αυτούς τους κλάδους, άρα και συμφέροντα από την όσο το δυνατόν καλύτερη αναδιάρθρωσή τους.
Η κίνησή τους, κατά συνέπεια, στηρίζεται περισσότερο στον συνδυασμό συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων που η κάθε μία διαθέτει - και λιγότερο στην κεφαλαιακή ισχύ.
Γι' αυτό και θα πρέπει να βρει μιμητές από το ελληνικό κεφάλαιο και σε άλλους χώρους, σε άλλα επίπεδα, προκειμένου να υπάρξουν βιώσιμες, ρεαλιστικές λύσεις, που να μην έχουν απαραίτητα ξένη σφραγίδα.
Τώρα είναι η ώρα!