Αν υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να μας τρομάζει, είναι το πόσο χαμηλά έχουμε οι ίδιοι κατεβάσει τον πήχη σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία των πολιτικών, ιδίως όταν πρόκειται για προεκλογική περίοδο.
Αφορμή για το σχόλιο αυτό είναι η μεγαλειώδης «κωλοτούμπα» που έκανε ο Βαγγέλης Βενιζέλος σχετικά με τις μετεκλογικές εξελίξεις στην περίπτωση που δεν τα πάει καλά η Ελιά. Αιτία η αντίδραση συναδέλφων δημοσιογράφων, αλλά και πολιτών, κατά την άποψη των οποίων «ε, δεν τρέχει και τίποτε».
Προεκλογική περίοδος σημαίνει πως οι πολιτικοί λένε «ό,τι θέλουν», άμα δεν τους βολεύει τα γυρίζουν, και στο κάτω-κάτω πού βρίσκεται το παράξενο; Πολιτικοί είναι, παράξενο θα ήταν αν… δεν άλλαζαν θέσεις σαν τα πουκάμισα, λέμε μεταξύ μας, σα να ήταν ανέκδοτο!
Βεβαίως, βασιλιάς της «κωλοτούμπας» τα τελευταία χρόνια, για να μην είμαστε άδικοι, ασφαλώς είναι ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος από τα Ζάππεια και την αντιμνημονιακή ρητορική, πέρασε στην εξουσία κι εν συνεχεία εφάρμοσε όσο καλύτερα μπορούσε τα… μνημόνια, εισπράττοντας εν τέλει και τα συγχαρητήρια της Α. Μέρκελ.
Προφανώς, θα πουν κάποιοι, διότι ενόσω ήταν εκτός εξουσίας, «έκανε αντιπολίτευση». Υποθέτω ότι μέχρις ενός σημείου η αναντιστοιχία λόγων και πράξεων δικαιολογείται στην πολιτική, όταν για παράδειγμα ένα κόμμα μετακινείται από την αντιπολίτευση (όπου ισχύει συχνότατα το «όποιος είναι έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λέει») για να βρεθεί στην εξουσία, οπότε και βρίσκεται αντιμέτωπο με τους περιορισμούς της «δράσης», στον πραγματικό κόσμο.
Άλλωστε, ως έναν βαθμό, τέτοια κρούσματα παρατηρούνται και στο εξωτερικό: η κυβέρνηση του Φρ. Ολάντ, στη Γαλλία, αποτελεί ένα πρόχειρο, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα, σε ό,τι αφορά όσα εξήγγειλε προεκλογικά και σε όσα έχει υλοποιήσει.
Εκτιμώ όμως ότι στην Ελλάδα το κακό έχει παραγίνει. Αν ο ίδιος ο λαός και η «τέταρτη εξουσία», δηλαδή εμείς οι δημοσιογράφοι, φτάνουμε να θεωρούμε ότι οι πολιτικοί, ιδίως προεκλογικά, έχουν περίπου το… ακαταλόγιστο, ότι πρώτα μπορούν να λένε «άσπρο» και μετά «μαύρο», οι συνέπειες είναι βαρύτατες.
Διότι δημιουργούμε κλίμα για να συνεχίσουν οι πολιτικοί να πιστεύουν ότι δεν έχει σημασία τι θα υποσχεθούν, αρκεί εν τέλει, την ώρα της κρίσης, ο λαός να έχει κάποιους λόγους να τους προτιμήσει από τον -εξίσου αναξιόπιστο- αντίπαλο.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το «λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου Παπανδρέου. Θα είχε άραγε «τιμωρηθεί» γι' αυτήν τη φράση ο τότε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αν δεν υποχρεωνόταν η Ελλάδα να μπει σε μνημόνιο και να υποστεί τη χειρότερη κρίση των τελευταίων δεκαετιών;
Το πιθανότερο είναι πως όχι…
Όσο συνεχίζουμε όμως οι ίδιοι να ανεχόμαστε κούφιες υποσχέσεις, συγχωρώντας την αθέτησή τους, τόσο θα συνεχίζεται αυτό το ανούσιο γαϊτανάκι. Ένας λόγος που το ανεχόμαστε είναι ίσως το ότι οι περισσότεροι θεωρούμε ότι οι υποσχέσεις αυτές δίδονται για να τις ακούσουν κάποιοι «άλλοι», όχι εμείς. Εκείνοι που δεν είναι τόσο ξύπνιοι, που είναι, για να το πω πιο ανώδυνα, ευκολόπιστοι.
Οι υπόλοιποι, δήθεν τις κατανοούμε ως αναγκαιότητες μιας πολιτικής, που φαίνεται να απευθύνεται εν τέλει σε… κρετίνους, σε μια σιωπηρή πλειοψηφία, που μπορεί να εξαπατάται εξακολουθητικά, αλλά δεν το παίρνει χαμπάρι.
Ειλικρινά δεν νομίζω ότι αυτό ισχύει τη σήμερον ημέρα. Δείτε τα ποσοστά που καταγράφουν τα γκάλοπ, τόσο για τη συγκυβέρνηση όσο και για την αντιπολίτευση. Ούτε ο περίπου παράδεισος που υπόσχεται ο κ. Τσίπρας έχει ρεύμα, ούτε και η εθνοσωτήρια γραμμή των κυβερνώντων.
Ούτε και κανένα νεότερο κόμμα, με πιθανή εξαίρεση -ίσως, διότι έχουμε καιρό ακόμη για να το διαπιστώσουμε- το εντελώς καινούργιο Ποτάμι, που κάποιους θέλγει με την αφοπλιστική απλότητα, την έλλειψη ξύλινου λόγου και τη «λογική» του, παρότι δεν έχει παρουσιάσει μια σαφή πολιτική-ιδεολογική πλατφόρμα.
Αυτό συμβαίνει διότι η αποδοχή της πολιτικής αναξιοπιστίας, η εμπέδωσή της από την κοινωνία ως βασικού χαρακτηριστικού των πολιτικών, λειτουργεί σε δύο εξίσου επικίνδυνους άξονες. Αφενός δημιουργεί πολιτικά ανερμάτιστους ηγέτες, κι αφετέρου υποθάλπει ένα εκλογικό σώμα που αποξενώνεται από την ιδεολογία και προσέρχεται στις κάλπες κυρίως με τη λογική του «το μη χείρον βέλτιστον».
Πιστεύετε ότι με αυτούς τους όρους υπάρχει πιθανότητα να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, σε μόνιμη βάση; Αν όχι ίσως έρχεται η ώρα να απαιτήσετε περισσότερη ειλικρίνεια και αξιοπιστία από τους πολιτικούς. Διότι αν το κάνουν αρκετοί από εμάς, θα γίνει!