Σε μια χώρα που διψά για επενδύσεις, η κυβέρνηση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει αφ υψηλού τον βασικότερο ίσως αναπτυξιακό «μοχλό» που έχει στη διάθεση της: Το Χρηματιστήριο, που θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο έλξης εγχώριων κεφαλαίων αλλά και αιτία επαναπατρισμού ενός μέρους των δεκάδων δισεκατομμυρίων που εξακολουθούν να βρίσκονται στο εξωτερικό.
Κορυφαίο παράδειγμα της ελαφρότητας και της προχειρότητας με την οποία αντιμετωπίζουν τη χρηματιστηριακή αγορά οι κυβερνώντες, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αρμόδιοι του Υπουργείου Οικονομικών, ήταν οι τραγελαφικές αλλαγές που έχουν γίνει- και συνεχίζουν να γίνονται- στις διατάξεις για το φόρο υπεραξίας κινητών αξιών.
Από τις περιβόητες καλοκαιρινές διατάξεις Ρεφενέ, σύμφωνα με τις οποίες αρκούσαν τρεις συναλλαγές για να χαρακτηριστεί κάποιος ως … επιτηδευματίας, (μια παγκόσμια… πρωτοτυπία), φτάσαμε στη καθιέρωση αφορολόγητου για όσους πωλούν ποσοστό μικρότερο του 0,5% εισηγμένης εταιρίας, η αξία του οποίου θα μπορούσε για παράδειγμα να είναι στη περιοχή των… 10 εκατ. ευρώ!
Ώσπου προχθές «έσκασε» τροπολογία βουλευτών του ΠΑΣΟΚ που τεχνηέντως κατέβαζε το αφορολόγητο στα… 100.000 ευρώ, (αξία συναλλαγής όχι κέρδους) με αποτέλεσμα την άμεση αντίδραση των φορέων της αγοράς, που ζήτησαν κι επέτυχαν νέα διαβούλευση.
Με ποια λογική γίνεται όμως όλο αυτό το «αλαλούμ» σε ένα θέμα που έχει μεγάλη σημασία για την κινητοποίηση επενδυτικών κεφαλαίων; Γιατί οι ιθύνοντες της κυβέρνησης παίζουν την… κολοκυθιά;
Κατά την άποψη μου, η εξήγηση είναι ιδιαιτέρως απλή. Με εξαίρεση το σύντομο- και θλιβερό όπως αφέθηκε να εξελιχθεί- διάλλειμα του 1999-2000, για κάθε κυβέρνηση το Χρηματιστήριο αποτελεί πάρεργο και όχι βασικό στοιχείο οικονομικής-αναπτυξιακής πολιτικής.
Σχεδόν κανένα από τα πολιτικά στελέχη δεν αντιλαμβάνεται το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει όχι μόνο στην χρηματοδότηση του «νέου αναπτυξιακού μοντέλου» που υποτίθεται ότι θέλουμε να εφαρμόσουμε, αλλά και στην αναδιανομή του πλούτου, ευρύτερα στην κοινωνία, μέσω της επενδυτικής διαδικασίας.
Ιδίως όταν το νέο «όραμα» ανάπτυξης, αφορά τομείς που είτε θα είναι καινοτομικοί, είτε εν πολλοίς θα έχουν σημαντική «προστιθέμενη αξία».
Υποτίθεται ότι βρισκόμαστε στη φάση που τα σκληρά μέτρα λιτότητας θα πρέπει σταδιακά να υποκατασταθούν όχι από καταναλωτικές δαπάνες (κάτι τέτοιο θα μας ξαναφέρει πίσω στα ελλείμματα του παρελθόντος), ή «ραντιερισμό», αλλά από έναν αναπτυξιακό «οργασμό».
Κι όμως σε αυτό το περιβάλλον υπέρ-φορολόγησης, ουδείς φαίνεται να έχει σκεφτεί πώς θα ενθαρρύνει φορολογικά την μακροχρόνια έστω χρηματιστηριακή επένδυση, προς όφελος της χρηματοδότησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, του βασικού σκοπού δηλαδή, για τον οποίο δημιουργήθηκαν οι χρηματιστηριακές αγορές.
Θα μπορούσε για παράδειγμα, να υπάρχει πλήρης απαλλαγή από το φόρο υπεραξίας για όποιον συμμετέχει με νέα κεφάλαια σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου εισηγμένων ή και προς εισαγωγή εταιριών, αλλά και για τη διακράτηση μετοχών πέραν ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.
Θα μπορούσε επίσης να υπάρχει απαλλαγή από το φόρο υπεραξίας, στη περίπτωση που τα κέρδη επανεπενδύονται στη χρηματιστηριακή αγορά, ή σε αύξηση κεφαλαίου.
Όπως επίσης θα μπορούσαν να υπάρξουν ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις για τον επαναπατρισμό κεφαλαίων, (στα πλαίσια και της καθιέρωσης ενός στιβαρού περιουσιολογίου) προκειμένου π.χ. αυτά να επενδυθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, στην χρηματιστηριακή αγορά ή να τοποθετηθούν σε άμεσα παραγωγικές επενδύσεις
Αντί αυτών, όμως ή άλλων μέτρων που θα ενεθάρρυναν την εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα, βλέπουμε ένα «αλαλούμ», που διεξάγεται μεταξύ αμαθών ή στην καλύτερη περίπτωση ημιμαθών κρατικών στελεχών- και μιας αγοράς οι φορείς της οποίας αναγκαστικά κινούνται πυροσβεστικά, χωρίς περιθώρια «οραματικών» επιδιώξεων.
Προκειμένου απλώς να περισώσουν τη λειτουργία της αγοράς, έστω και όπως-όπως.
Διότι γνωρίζουν ότι μιλούν εν πολλοίς σε «ώτα μη ακουόντων».
Ίσως τούτη η κυβέρνηση να αρκείται στην αθρόα όπως αποδεικνύεται προσέλευση ξένων (και δήθεν ξένων off shore) επενδυτών, που σπεύδουν να πάρουν θέσεις για να ποντάρουν, άλλοι βραχυπρόθεσμα κι άλλοι μεσομακροπρόθεσμα, στις ευκαιρίες που αναδύονται στην ελληνική αγορά.
Αν είναι έτσι, πρόκειται για στρατηγικό λάθος. Όχι μόνον διότι οι ξένοι επενδυτές θα φορολογηθούν στη χώρα τους, αλλά διότι με τον τρόπο αυτό, η «υπεραξία» από τις θετικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, μεταφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στο εξωτερικό. Κι επειδή, όπως συχνά έχουμε διαπιστώσει, οι ξένοι επενδυτές πολύ πιο εύκολα μεταβάλλουν τον επενδυτικό τους προορισμό.
Η αλήθεια είναι ότι η έννοια του λαϊκού καπιταλισμού στιγματίστηκε βαρύτατα στη χώρα μας τη διετία 1999-2000. Τότε το Χρηματιστήριο, οι εποπτικές αρχές, οι εταιρίες του χώρου, η κοινωνία η ίδια ήταν εντελώς απροετοίμαστα για το «φαινόμενο» που ζήσαμε.
Στην ουσία δεν ήταν λαϊκός καπιταλισμός, αλλά λαϊκός… τζόγος, σε μια αγορά που ήταν κυριολεκτικά ξέφραγο αμπέλι. Από τότε όμως πολλά έχουν αλλάξει και στο θεσμικό πλαίσιο και στις δομές της αγοράς.
Τούτη η συγκυρία θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδανική για ευρεία συμμετοχή στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας-με κίνητρο και το κέρδος για όσους παίρνουν το ρίσκο- με όρους σωστούς, με ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης και της διαφάνειας, με επιμόρφωση των επενδυτών κι ενθάρρυνση ενός οργανωμένου «λαϊκού καπιταλισμού».
Αυτά όμως, δυστυχώς, μάλλον είναι «ψιλά γράμματα» για την σημερινή πολιτική σκηνή της χώρας μας…