Πολλές φορές έχει σημειωθεί από διεθνείς οικονομολόγους και παράγοντες η ανάγκη για ένα σχέδιο στήριξης του ευρωπαϊκού Νότου, ένα νέο «Σχέδιο Μάρσαλ», που θα μειώσει τις ανισότητες και θα επαναφέρει σε αναπτυξιακή τροχιά τις πλέον αδύναμες οικονομίες της ευρωζώνης.
Η συγκεκριμένη «ιδέα» έχει στέρεα θεωρητική στήριξη. Ασφαλώς, τυχόν εφαρμογή της θα διευκόλυνε την Ελλάδα, που αντιμετωπίζει σήμερα τις πολύπλευρες συνέπειες των μνημονίων και ειδικότερα της εμμονής τους σε δύο άξονες: στην πρωτόγνωρα βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και στην εξίσου βίαιη διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης.
Η αναπτυξιακή διάσταση, που μέχρι τώρα λάμπει διά της απουσίας της, θα μπορούσε να τεθεί σε κίνηση με τη σωστή απορρόφηση στοχευμένων ενισχύσεων, προκειμένου να υπάρξει ποιοτική αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας. Ποιοτική διότι το παιχνίδι του ανταγωνισμού σε προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλού επιπέδου, που κατά κανόνα προκύπτουν από πολύ χαμηλά αμειβόμενο ανθρώπινο δυναμικό, είναι χαμένο εξαρχής για τις ευρωπαϊκές χώρες. Το βιοτικό χάσμα με τις αναδυόμενες οικονομίες είναι πολύ μεγάλο.
Πλην όμως, δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε απέναντι στις εμπειρίες που έχουμε ως Έλληνες από το παρελθόν. Εμπειρίες που αναμφίβολα έχουν παίξει ρόλο και στο πώς αντιλαμβάνονται οι ξένοι εταίροι μας την παροχή βοήθειας προς τη χώρα.
Ακόμη και κατά την περίοδο του original Σχεδίου Μάρσαλ, πολλές δεκαετίες πριν, η ελληνική «ρεμούλα» έδινε κι έπαιρνε. Στο πιο πρόσφατο παρελθόν είχαμε τα δισεκατομμύρια που κατέφθαναν, στο πλαίσιο των ενισχύσεων της αδύναμης ευρωπαϊκής περιφέρειας από το ισχυρό κέντρο, σημαντικό μέρος των οποίων «απαλλοτριώθηκε» με διάφορους τρόπους, όχι βεβαίως από επαναστάτες, αλλά από μεγάλα και μικρότερα… λαμόγια.
Από ισχυρούς επιχειρηματίες που έβγαλαν τεράστια ποσά με υπερτιμολογήσεις έργων, από «συμβούλους» που έκαναν αρπαχτές με τα διάφορα προγράμματα, από μικροεπιχειρηματίες που κατέθεταν δήθεν επενδυτικά σχέδια κι έπαιρναν λεφτά χωρίς να κάνουν τίποτα, ακόμη κι από πολιτικά δικτυωμένους ιδιώτες που πληρώνονταν, χωρίς να έχουν ποτέ πατήσει το πόδι τους στον υποτιθέμενο χώρο εργασίας, επιμόρφωσης ή κατάρτισης.
Κι αν αυτά συνέβαιναν σε μικροεπίπεδο, τι συνέβη σε στρατηγικό επίπεδο; Πέρα από κάποια μεγάλα έργα υποδομής, πολλά εκ των οποίων σχετίζονται με το φαραωνικό εγχείρημα των Ολυμπιακών Αγώνων, η αλήθεια είναι ότι η χώρα δεν χρησιμοποίησε τα κεφάλαια αυτά για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφειά της, όπως θα έπρεπε.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μεγάλο μέρος αυτών των επιδοτήσεων κατέληξε στην κατανάλωση, είτε έμμεσα είτε και άμεσα, έχοντας ελάχιστα αποτελέσματα για την πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Το ερώτημα που υποθέτω ότι απασχολεί και τους ξένους εταίρους μας είναι κατά πόσον έχει αλλάξει αυτή η κατάσταση σήμερα. Διότι τότε ίσως έκαναν πως δεν έβλεπαν, πιθανώς διότι ήθελαν καταναλωτές για τα προϊόντα τους. Τώρα η ελληνική «πελατεία» δεν φαίνεται να τους ενδιαφέρει στον ίδιο βαθμό.
Μπορεί το σημερινό κράτος να ισχυριστεί ότι τα πράγματα έχουν βελτιωθεί; Οι νοοτροπίες, οι πρακτικές; Και το σημαντικότερο, υπάρχει κάποιο σχέδιο που θα μπορούσε να υποδεχτεί οργανωμένα και αποτελεσματικά μια νέα μεγάλη εισροή επιδοτήσεων;
Μέχρι τώρα η μόνη παρουσίαση «αναπτυξιακού σχεδίου» που έχει γίνει, με τρόπο συγκροτημένο και ενιαίο, προέρχεται όχι από το κράτος ή την πολιτική, αλλά από τον ιδιωτικό τομέα.
Από την PriceWaterhouseCoopers, η οποία πριν από περίπου τρεις μήνες παρουσίασε ένα σχέδιο έξι βημάτων για την κινητοποίηση συνολικών επενδύσεων ύψους άνω των 37 δισ. ευρώ, σε κρίσιμους τομείς (όπως ο τουρισμός και οι υποδομές) ώστε να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και να αποτελέσουν ατμομηχανή για την ανάπτυξη της οικονομίας συνολικά.
Περισσότερα για το ενδιαφέρον αυτό σχέδιο μπορείτε να διαβάσετε στο σχετικό ρεπορτάζ που είχε κάνει τότε το Euro2day.gr.
Αυτό που έχει σημασία όμως είναι ότι στους μήνες που έχουν μεσολαβήσει ουδεμία εκ των προτάσεων που περιλάμβανε έχει τεθεί σε εφαρμογή. Το σχέδιο της PWC δεν αποτέλεσε ούτε καν αφορμή γόνιμου διαλόγου, μεταξύ κράτους και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, για την οργανωμένη και «στρατηγική» κινητοποίηση επενδύσεων.
Υπό αυτές όμως τις συνθήκες, ακόμη κι ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ θα ενεργούσε απλώς σαν ασπιρίνη. Θα κάλυπτε για λίγο τα συμπτώματα, χωρίς να αγγίξει τις αιτίες. Το παυσίπονο θα ήταν ασφαλώς ευπρόσδεκτο, κι όχι μόνον, από τα μικρά ή α μεγαλύτερα λαμόγια. Η πορεία της ασθένειας, όμως, θα παρέμενε απολύτως προδιαγεγραμμένη.
Δυστυχώς, το ότι δεν υπάρχουν χρήματα για την παραγωγική, καινοτόμο ανάπτυξη που χρειάζεται η χώρα αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος.
Χρήματα ίσως βρεθούν σύντομα, πιθανώς και από τους εταίρους μας, καθώς σταδιακά συνειδητοποιούν τις δυσάρεστες συνέπειες που έχει για το ίδιο το ευρωπαϊκό όραμα το «πείραμα του Νότου».
Η άλλη όψη που είναι τελικά και πιο σημαντική αφορά την προφανή έλλειψη θέλησης για αναπτυξιακές αλλαγές από την πλευρά των ελληνικών ηγεσιών.
Εκτός κι αν περιμένουν να μας φέρουν έτοιμο και αυτό το σχέδιο οι ξένοι, ως… αναπτυξιακό μνημόνιο!