Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή οι δυτικές δημοκρατίες δεν προέρχεται από τη διεθνή τρομοκρατία ή από κάποιον ιδεολογικά απολυταρχικό αντίπαλο, αλλά από την επαπειλούμενη διάβρωση του «μοντέλου» διαβίωσης στο οποίο έχουν συνηθίσει οι πολίτες τους.
Ο τρόπος με τον οποίο υλοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει επιφέρει σημαντική διεύρυνση της εισοδηματικής και περιουσιακής ανισότητας, με βασικότερα θύματα τη μικρομεσαία και τη μεσαία «αστική» τάξη.
Ασφαλώς η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας. Σημαντικές φαίνεται να είναι και οι επιδράσεις από τον χώρο της τεχνολογίας, που συνεχώς μειώνουν τις θέσεις εργασίας σε διάφορους οικονομικούς κλάδους.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα στοιχεία είναι πλέον ιδιαίτερα ανησυχητικά. Όπως πρόσφατα παρουσίασε ο διεθνής μη κερδοσκοπικός οργανισμός Oxfam, τo 1% του πληθυσμού παγκοσμίως ελέγχει πλέον τον μισό πλούτο της υδρογείου. Το ίδιο 1% κατέχει πλούτο ύψους 110 τρισ. δολαρίων, ήτοι 65 φορές τον συνολικό πλούτο που κατέχει το κατώτερο εισοδηματικά ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού (δείτε και σχετική είδηση στο Euro2day.gr).
Το θέμα αφορά άμεσα τη χώρα μας. Πέρα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής κρίσης, μόνον όσοι εθελοτυφλούν, προσηλωμένοι σε παρωχημένα πολιτικά πρότυπα, αδυνατούν να δουν ότι οι παρενέργειες του μοντέλου παγκοσμιοποίησης που εφαρμόζεται σήμερα ασκεί μεγάλες επιδράσεις και στη χώρα μας.
Συμπιέζει τις αμοιβές, αποδυναμώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων (που για τα διεθνή δεδομένα έχουν μικρό μέγεθος), μειώνει τις δυνατότητες φορολόγησης του πολύ μεγάλου πλούτου κι αυξάνει τις ανισότητες υπέρ των λίγων.
Ωστόσο, η παγκοσμιοποίηση δεν δείχνει να είναι αναστρέψιμη. Θεωρητικά άλλωστε είναι και ηθικά και οικονομικά ο ορθός δρόμος για έναν καλύτερο κόσμο, στον οποίο η ευμάρεια της Δύσης δεν θα προκύπτει από την εκμετάλλευση της υπόλοιπης ανθρωπότητας.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στη βελτίωση του τρόπου εφαρμογής της. Στον περιορισμό των αρνητικών παρενεργειών. Μόνο που το συγκεκριμένο «καράβι» δεν αλλάζει ρότα εύκολα. Προκειμένου να τεθεί σε κίνηση απαιτήθηκαν προσπάθειες πολλών ετών, σε διεθνές επίπεδο, οι οποίες δημιούργησαν τετελεσμένα (πολλές φορές απρόβλεπτα) που είναι αδύνατον να ανατραπούν με μονομερείς ενέργειες μικρών περιφερειακών κρατών.
Κι αυτός είναι ίσως ένας από τους λόγους για τους οποίους η Αριστερά σήμερα δυσκολεύεται να βρει «πειστικές» λύσεις απέναντι στα επιμέρους εθνικά ακροατήρια:
Τα οξύτερα προβλήματα, η ανισότητα και η μείωση του βιοτικού επιπέδου για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, έχουν διεθνοποιηθεί μέσω της παγκοσμιοποίησης. Δεν μπορούν να επιλυθούν με μεμονωμένες εθνικές πολιτικές.
Εκτός κι αν οι πολιτικές αυτές προέρχονται και προωθούνται από τη μοναδική -ακόμη- υπερδύναμη, τις ΗΠΑ. Όσο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράξενο, η χώρα που πρωτοστάτησε στην καθιέρωση της σημερινής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας είναι εκείνη που δείχνει να δέχεται τις μεγαλύτερες κοινωνικές και γεωπολιτικές επιδράσεις.
Τα στοιχεία δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφιβολίας: Η αμερικανική οικονομία, παρά την παροιμιώδη ευελιξία της, τις απανωτές ενέσεις ρευστότητας και το προνόμιο του διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, δεν έχει ακόμη καταφέρει να ανακάμψει με σταθερότητα. Ίσως, το κυριότερο, δεν έχει καταφέρει να δημιουργεί σε ικανοποιητικό βαθμό νέες θέσεις εργασίας.
Πέραν αυτού, πληθώρα στατιστικών δείχνει σημαντικότατη διεύρυνση των ανισοτήτων. Σύμφωνα με την Oxfam, τo 1% του πληθυσμού των ΗΠΑ καρπώθηκε το… 95% της ανάπτυξης μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, ενώ το 90% του πληθυσμού είναι σήμερα φτωχότερο!
Μεγάλο ρόλο παίζει και η γεωπολιτική διάσταση. Σημαντικό μέρος του πολιτικού κατεστημένου στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμά ότι από την ως τώρα εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης πιο κερδισμένη αποδεικνύεται η αναδυόμενη υπερδύναμη της Ασίας, η Κίνα.
Γι' αυτόν άλλωστε τον λόγο, οι Ηνωμένες Πολιτείες φέρονται ήδη να στρέφονται σε αλλαγή του «μοντέλου» των διακρατικών εμπορικών και άλλων συμφωνιών που προωθούν. Από ένα a«ll inclusive» μοντέλο, σε ένα άλλο, που προωθεί τις επιλεκτικές διακρατικές συμφωνίες μεταξύ «φίλιων δυνάμεων», περιορίζοντας έμμεσα ή και άμεσα τον ανατέλλοντα «αντίπαλο».
Ιδιαίτερη σημασία, όμως, έχει και το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες περνούν σταδιακά από μια περίοδο συνειδητής αποβιομηχάνισης, προς όφελος των υπηρεσιών (που τελικά οδήγησε στη γιγάντωση κυρίως του χρηματοοικονομικού τομέα), σε ένα είδος αναβίωσης της εγχώριας βιομηχανίας. Έχει δε σημασία ότι τη συγκεκριμένη παρατήρηση την έκανε πρόσφατα στην Αθήνα και η πρόεδρος του BUSINESSEUROPE, του πανευρωπαϊκού δηλαδή συνδέσμου βιομηχανιών, αναφέροντάς την ως παράδειγμα προς μίμηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Προφανώς στην ίδια τη μητρόπολη του καπιταλισμού, στη χώρα που ανέδειξε τα πιο ακραία θεωρητικά υποδείγματα αυτού που εμείς αποκαλούμε «νεοφιλελευθερισμό», αρχίζει να γίνεται συνείδηση ότι η εκτόξευση της ανεργίας, η δημιουργία τεράστιου βιοτικού χάσματος, υπέρ όχι απλώς των ολίγων, αλλά των… ελαχίστων, δυναμιτίζει τελικά την ίδια τη Δημοκρατία, τον θεμέλιο λίθο δηλαδή του «αμερικανικού ιδεώδους».
Προφανώς μεγάλο ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις θα μπορούσε να έχει και η Ευρωπαϊκή Ένωση που σε ορισμένα μεγέθη είναι -αθροιστικά- η μεγαλύτερη «δύναμη». Στην Ευρώπη όμως, η συζήτηση, πολύ δε περισσότερο τα μέτρα για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, βρίσκεται προς το παρόν στο περιθώριο, καθώς πρωτοστατεί η «κρίση χρεών», η επιβολή της λιτότητας στον Νότο και οι φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται πολιτικά στην ευρωζώνη.
Κοινώς, σε αυτήν τη φάση πολλά θα κριθούν σε διεθνές επίπεδο από το τι θα κάνει ο… «Θείος Σαμ», προφανώς με βασικό κίνητρο την υπεράσπιση των αμερικανικών συμφερόντων. Μια πρώτη γεύση ίσως έχουμε στο τρέχον World Economic Forum, στο Νταβός.
Όσο για την Ελλάδα, δυστυχώς δεν υφίσταται δημόσια συζήτηση ουσίας για τέτοια καυτά θέματα. Υπάρχουν απλώς διαπληκτισμοί με… ύφος, ανάμεσα σε παρωχημένες πολιτικές ταμπέλες, που έχουν ήδη στραπατσαριστεί ανεπανόρθωτα από τις εξελίξεις.