Τα «προγνωστικά» για τις επερχόμενες ευρωεκλογές ήδη προκαλούν φόβο στους κόλπους των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης, κι ενδεχομένως όχι μόνο σε αυτά.
Ο λόγος είναι απλός: Θεωρείται πολύ πιθανό ότι θα κυριαρχήσει ο θυμός, η διαμαρτυρία κι ότι ως εξ αυτού οι κυβερνητικές δυνάμεις θα υποστούν σημαντική έως και καταστροφική ήττα, τέτοιου μεγέθους που να επιφέρει ενδεχομένως αποδυνάμωση και τελικά πτώση της κυβέρνησης.
Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο διακινείται ήδη το σενάριο των «τριπλών» εκλογών, με την ελπίδα ότι η ψήφος διαμαρτυρίας θα εκτονωθεί στις ευρωεκλογές και στις δημοτικές, ενώ θα επικρατήσει μεγαλύτερη ψυχραιμία στη διαδικασία της «εθνικής» διακυβέρνησης.
Αυτή όμως είναι η αισιόδοξη εκδοχή, όπως την προτάσσουν οι οπαδοί της.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που φοβούνται ότι εκτός κι αν υπάρξουν απροσδόκητα θετικές εξελίξεις στο μεσοδιάστημα (κάποιοι, σαφώς κυνικότεροι, κάνουν λόγο περί… θαύματος), η ετυμηγορία της κάλπης μπορεί να είναι εντελώς ανατρεπτική, ακόμη και στην περίπτωση ταυτόχρονων εθνικών εκλογών.
Υπάρχουν εκτιμήσεις που φέρνουν τη Χρυσή Αυγή ισχυρή στη θέση του τρίτου κόμματος, με το ΠΑΣΟΚ αποδυναμωμένο, ενώ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η Ν.Δ. θα έχουν αγγίξει την αυτοδυναμία.
Με απλά λόγια, στο σενάριο αυτό, η μόνη βιώσιμη λύση για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα αφορά συνεργασία μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, παρά τις διαμετρικά αντίθετες ιδεολογικές τους θέσεις.
Όσο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράξενο, το πιθανότερο είναι ότι σε αυτήν την περίπτωση τα δύο μεγάλα κόμματα θα καταλήξουν τελικά σε κάποιου είδους συνεργασία, έστω και αναγκαστικά.
Κατά την άποψη του υπογράφοντος, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει λόγο να επιθυμεί σε αυτήν τη φάση την κυβέρνηση, πολύ δε περισσότερο τη συγκυβέρνηση, από κοινού με τη Νέα Δημοκρατία! Ωστόσο γνωρίζει τόσο καλά όσο και οι πολιτικοί του αντίπαλοι ότι αν η χώρα πέσει σε ακυβερνησία, θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου.
Το ερώτημα των πολλών εκατομμυρίων ευρώ, όμως, είναι κάτω από ποιες συνθήκες θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτό το σχήμα, όταν οι μεταξύ τους διαφορές εμφανίζονται αβυσσαλέες.
Προφανώς οι δυσκολίες θα είναι τεράστιες, ιδίως αν τα δύο μεγάλα κόμματα εισέλθουν στη διαδικασία απροετοίμαστα, ταμπουρωμένα στα πολιτικά συμφέροντα και στις αγκυλώσεις τους, χωρίς την καλλιέργεια ενός κλίματος ελάχιστης συναίνεσης στα αυτονόητα.
Αυτό ακριβώς εκτιμώ ότι επιχείρησε χθες να επισημάνει με το άρθρο-παραίνεσή του στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ο Αλέκος Παπαδόπουλος, προτείνοντας μια ευρεία πολιτική συμφωνία με κεντρικό άξονα την εθνική αυτοδέσμευση για τη μακροχρόνια μη δημιουργία ελλειμμάτων.
Από το κείμενο αυτό, απομονώνω ένα εδάφιο, υπογραμμίζοντας το τμήμα που ίσως αποδειχτεί προφητικό:
«Θεωρώ ότι η πολιτικά γνήσια -και δημοκρατικά υπεύθυνη– προσέγγιση θα ήταν η διαπραγμάτευση και η εθνικά φερέγγυα σύναψη μιας παρόμοιας συμφωνίας στο πλαίσιο μιας Μεσοπρόθεσμης Πλατφόρμας Διάσωσης που θα στηριχθεί από όλα τα ιδεολογικά και κοινωνικά ρεύματα σε επίπεδο κορυφής.
Το εθνικό σχέδιο αυτοδέσμευσης, που έτσι θα συγκροτηθεί, και το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης -προσοχή, διαπραγμάτευσης που σε τέτοια βάση θα διεξαχθεί- θα τεθεί εν συνεχεία στην κρίση της βουλευτικής κάλπης. Για τη διαφωτισμένη, και όχι συνθηματολογημένη, κρίση του λαού».
«Αυτά δεν γίνονται», το ακούω! Ε, λοιπόν, γίνονται! Και αν δεν θέλουμε τώρα, θα γίνουν την επαύριον των εθνικών εκλογών αν αφεθεί η κατάσταση να σέρνεται –ευπρεπέστερα ή λιγότερο ευπρεπώς–, όμως «θα γίνουν» υπό απείρως πιο επιβαρυμένες συνθήκες. Και πολιτικά και κοινωνικά αποδιαρθρωτικές.
Αναμφίβολα, οι παραινέσεις του κ. Παπαδόπουλου απευθύνονται σε όλο το δημοκρατικό πολιτικό φάσμα. Ειδικά όμως ο κ. Τσίπρας ίσως θα έπρεπε να τις προσέξει λίγο περισσότερο.
Αλλιώς η απόσταση που κλήθηκε να καλύψει ασθμαίνοντας ο Αντώνης Σαμαράς, από τα «Ζάππεια» ως την πραγματικότητα της διακυβέρνησης ενός χρεοκοπημένου κράτους, ίσως να του φανεί συγκριτικά περίπατος.
Κάτι τέτοιο όμως δεν θα είναι απλώς πολιτικά επώδυνο για τον ίδιο και την παράταξή του, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνο για τη χώρα.