Η κατάσταση στη χώρα μας μου φέρνει πολύ συχνά στον νου τη φράση «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Ας φύγουμε λίγο από το πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας, που κατά τη γνώμη μου έχει εξελιχθεί σε απέραντη υποκρισία, κι ας δούμε την αλήθεια κατάματα.
Σε μια χώρα όπου επί δεκαετίες οι νόμοι ψηφίζονται σωρηδόν, αλλά εφαρμόζονται είτε επιλεκτικά, είτε και… καθόλου, είναι δύσκολο να βρεις «άφθαρτους», αμόλυντους, ανθρώπους.
Ανθρώπους που δεν έκλεψαν… λιγουλάκι την εφορία, δε ζήτησαν ποτέ ρουσφέτι, δεν παρέβησαν κάποιον από τους άπειρους, περίπλοκους -ενίοτε και… αντικρουόμενους- νόμους του κράτους, έστω για λίγο παραπάνω χώρο στο εξοχικό.
Κακά τα ψέματα. Τουλάχιστον για όσο διάστημα υπάρχω, η σχέση του πολίτη με τον νόμο δεν έχει καμία σχέση με όσα παρατηρούμε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ενίοτε σχολιάζουμε ως γραφικά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την άρνηση κάποιου βορειοευρωπαίου πεζού να περάσει με κόκκινο φανάρι, τα ξημερώματα, ακόμη και με άδειο δρόμο!.
Τουναντίον, ζήσαμε και ζούμε μια κατάσταση που πολύ συχνά σχεδόν υποχρεώνει τον πολίτη να παρακάμψει τα όρια της νομιμότητας.
Θες να κάνεις χωρίς χάσιμο χρόνου και ταλαιπωρία τη δουλειά σου; Πλήρωσε «γρηγορόσημο». Θες να χτίσεις σπίτι κι έχεις χάσει τον μπούσουλα με τις διατάξεις; Βρες «γνωστό» στην πολεοδομία. Θες να μειώσεις τα έξοδά σου γιατί δε βγαίνεις και σ' έχει ξεζουμίσει η φορολογία; Μη ζητάς αποδείξεις. Θες να πάει το παιδί σου σε δημόσιο νηπιαγωγείο; Βρες «μέσον» στον δήμο σου. Θες να βρεις την υγειά σου; Δώσε φακελάκι στον γιατρό, κι εκείνος θα σε προσέξει.
Απλά -σχεδόν καθημερινά- παραδείγματα, που σε κάποια φάση οι περισσότεροι, για να μην πω όλοι, έχουμε ζήσει. Το κακό με αυτήν την κατάσταση είναι ότι σε μεγάλο βαθμό συνεχίζεται, παρά την πολυετή κρίση. Έχει γίνει σχεδόν ένα με το DNA μας.
Είμαστε ως λαός… «ολίγον τίμιοι».
Κι έχουμε πάντα πρόχειρη τη δικαιολογία. Σε θεωρητικό επίπεδο, κατακεραυνώνουμε την… τουρκοκρατία που μας πέρασε το «μπαχτσίσι», έως το σημείο της αλησμόνητης δήλωσης Ανδρέα Παπανδρέου (που έδειχνε έμμεσα και τον βαθμό κοινωνικής «αλληλοκατανόησης» στο φαινόμενο) για στενό του συνεργάτη: «Είπαμε να κάνει στον εαυτό του ένα δωράκι, αλλά όχι κι έτσι».
«Δικαιολογίες» για να νιώθουμε καλύτερα σίγουρα υπάρχουν πολλές. Κι ο γιατρός που παίρνει το φακελάκι λέει στον εαυτό του ότι είναι ένα «δώρο» που αντισταθμίζει τις ενίοτε απλήρωτες υπερωρίες, τις κακές συνθήκες εργασίας, τα χρόνια που έφαγε για να σπουδάσει.
Αυτή όμως η καθημερινή «μικροδιαφθορά» είναι επί της ουσίας το υπόστρωμα στο οποίο στήθηκε το καθεστώς διαφθοράς και διαπλοκής που επικράτησε στην πολιτική και στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Αυτή η μικροδιαφθορά και η «συναλλαγή», η προσπάθεια εξασφάλισης ατομικού ή συντεχνιακού «πλεονεκτήματος», χωρίς έννοια για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, έδωσε το δικαίωμα στον κ. Πάγκαλο να πει με στόμφο «μαζί τα φάγαμε».
Αυτή ενθάρρυνε τελικά την πλήρη επικράτηση του ατομικού (ή συντεχνιακού) συμφέροντος έναντι του συλλογικού, καταλήγοντας στη γνωστή παράφραση του πάλαι ποτέ ρητού:
«Εις οιωνός άριστος, αμύνεστε περί… πάρτης».
Κι αυτό κάνουμε ακόμη, κι όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο. Κόμματα, συντεχνίες, επιχειρηματικοί σύνδεσμοι, συνδικαλιστικές ενώσεις, σπανίως πείθουν ότι κινούνται με γνώμονα το ευρύτερο, κι όχι το «δικό τους» συμφέρον.
Αυτό το ακανθώδες και δυσεπίλυτο θέμα βρίσκεται στη βάση των υπόλοιπων προβλημάτων μας.
Αφορά την παιδεία, τους «θεσμούς» και τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Κι επηρεάζει όχι μόνο έννοιες που φαντάζουν ίσως «θεωρητικές», όπως η αξιοκρατία, η ισονομία και η αλληλεγγύη, αλλά και φλέγοντα οικονομικά θέματα.
Θέματα όπως είναι η ανταγωνιστικότητα, η καινοτομία, η κινητικότητα της εργασίας, η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και η προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Δυστυχώς, μέχρι στιγμής τόσο οι ελληνικές κυβερνήσεις όσο και η τρόικα δεν έχουν δώσει την πρέπουσα σημασία σε αυτήν τη βαθιά πτυχή της ελληνικής πραγματικότητας.
Ίσως γιατί δεν σχετίζεται άμεσα και βραχυχρόνια με τον περιορισμό του ελλείμματος. Ίσως και γιατί δεν τους «βολεύει». Τους μεν γηγενείς γιατί αλλιώς έμαθαν να λειτουργούν, τους δε αλλοδαπούς γιατί τους ενδιαφέρουν οι αριθμοί κι όχι η ελληνική «ανάταση».
Όπως και να 'χει όμως, δύσκολα μπορούμε να οραματιστούμε δραστικές αλλαγές προς το καλύτερο στην ελληνική κοινωνία και στην οικονομία όσο η κατάσταση αυτή διαιωνίζεται.