Τα τελευταία χρόνια, η ανεπτυγμένη Δύση κινείται σε αντίστροφη κατεύθυνση με τον υπόλοιπο κόσμο. Βασική αιτία ο τρόπος με τον οποίο υλοποιήθηκε η περίφημη πλέον «παγκοσμιοποίηση».
Είναι γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και του ανταγωνισμού έφερε ταχεία ανάπτυξη σε μια σειρά χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξομαλυνθούν κάπως οι αβυσσαλέες ανισότητες και να δοθεί ελπίδα για μια καλύτερη ζωή σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού.
Τα αποτελέσματα, όμως, για τις κοινωνίες των ανεπτυγμένων χωρών δε δείχνουν αντιστοίχως θετικά. Τουναντίον. Υπό την πίεση υπέρογκων χρεών και μεγάλων κρατικών ελλειμμάτων, ακόμη και οι ισχυρότερες οικονομικά χώρες διαπιστώνουν ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να κρατήσουν το βιοτικό επίπεδο των λαών τους στα επίπεδα που είχαν συνηθίσει.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης αρνούνται να πάρουν την ανηφόρα, οι μεγάλοι αναδυόμενοι «πελάτες» εξελίσσονται σε αμείλικτους ανταγωνιστές, την ίδια ώρα που ο γηγενής πληθυσμός γηράσκει και τα κράτη διαπιστώνουν ότι οι δυνατότητες φορολόγησης των «εχόντων» μειώνονται όλο και περισσότερο.
Το χειρότερο όμως είναι ότι η εμπειρία των τελευταίων 10ετιών φαίνεται να έχει κλονίσει την πίστη μεγάλου μέρους των πολιτών στον ρόλο του κράτους, ακριβώς εξαιτίας της υπερχρέωσης του δημόσιου τομέα, αλλά και της αδικαιολόγητης σπατάλης που συχνά διακρίνει τη δραστηριότητά του.
Έτσι, με την ανοχή αυτού του -σημαντικού- μέρους της κοινής γνώμης, τα περισσότερα κράτη επιδίδονται σε περικοπές δαπανών, που οδηγούν στη σταδιακή διάβρωση κοινωνικών κεκτημένων, είτε πρόκειται για το δικαίωμα στην εργασία, είτε στην υγεία και τη σύνταξη, είτε ακόμη και στην παιδεία
Εν ολίγοις βασικά «κεκτημένα», που εδραιώθηκαν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ιδίως στην Ευρώπη, κι οδήγησαν στις «ανοικτές», ανεκτικές και καλοζωισμένες κοινωνίες στις οποίες ζήσαμε, δείχνουν να θυσιάζονται, αργά αλλά σταθερά, στο πλαίσιο μιας αμφιλεγόμενης προσπάθειας «ισοσκελισμού» προϋπολογισμών.
Οι παρενέργειες αυτών των μέχρι τώρα διεργασιών γίνονται ήδη ορατές και σε πολιτικό επίπεδο. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είτε περιθωριοποιούνται, είτε, αν τυχόν κυβερνήσουν, αναγκάζονται να εφαρμόσουν πολιτικές εντελώς ξένες με την ιδεολογία τους. Για τον απλούστατο λόγο ότι η παγκοσμιοποίηση τους στερεί τα βασικότερα εργαλεία εφαρμογής μιας «εναλλακτικής» πολιτικής, σε θέματα αναδιανομής του πλούτου και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η κατάσταση όμως δεν είναι πολύ καλύτερη ούτε και στη δεξιά πλευρά του φάσματος. Παραδοσιακά «λαϊκές» κι «εθνικιστικές» θέσεις εγκαταλείπονται υπό την πίεση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, δίνοντας τη θέση τους σε νεοφιλελεύθερα προγράμματα, που ελάχιστη απήχηση έχουν στη «μεσαία» και -κυρίως- στη μικρομεσαία τάξη, που θίγεται άμεσα από τον διεθνοποιημένο ανταγωνισμό, ιδίως σε ό,τι αφορά την αμοιβή και την «ασφάλεια» της εργασίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες εξηγείται και η εμφάνιση λιγότερο ή περισσότερο ακραίων σχηματισμών, που κινούνται με βασικό άξονα τον εθνικισμό προβάλλοντάς τον ως μόνο ανάχωμα στις συνέπειες της εφαρμοζόμενης παγκοσμιοποίησης.
Η ραγδαία ενίσχυση των ποσοστών της Μαρί Λεπέν (διαβάστε εδώ μια εξαιρετική ανάλυση) αυτήν ακριβώς την κατάσταση απεικονίζει, με τρόπο πολύ πιο ενδιαφέροντα, κι ενδεχομένως πιο καταλυτικό, απ' ό,τι η εγχώρια Χρυσή Αυγή.
Το βασικό ερώτημα είναι τι θα γίνει... προσεχώς. Το πιθανότερο είναι ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει, οδηγώντας σε βέβαιο θάνατο κοινωνικές κατακτήσεις που επί δεκαετίες θεωρούντο ακλόνητες, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο.
Κι οδηγώντας μοιραία ολοένα και περισσότερους ανθρώπους στην αγκαλιά ενός ενδεχομένως πολύ επικίνδυνου εθνικισμού, καθώς ο «ξένος ανταγωνιστής» πλέον κι όχι μόνο ο «μετανάστης» θα θεωρείται αιτία των δεινών.
Δυστυχώς εύκολες λύσεις δεν φαίνεται να υπάρχουν. Εφαρμόζοντας το συγκεκριμένο μοντέλο «ανεξέλεγκτης» παγκοσμιοποίησης, οι πολιτικοί των ανεπτυγμένων χωρών άνοιξαν (άθελά τους;) τον ασκό του Αιόλου.
Έθεσαν σε κίνηση διεργασίες που πλέον δεν μπορούν να ανατραπούν μέσω εθνικών πολιτικών, σε τοπικό επίπεδο (όσο κι αν κηρύττουν το αντίθετο τα διάφορα εθνικιστικά κινήματα), αλλά μόνο με υπερεθνικές συμφωνίες και συνεργασίες, στο πλαίσιο ενός διεθνούς «ρεύματος» αποκατάστασης των ισορροπιών.
Για να δώσω απλώς ένα παράδειγμα, προκειμένου να κλείσουν οι «πόρτες» αποφυγής φορολογίας που χρησιμοποιούνται σήμερα από μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες (υπολογίζεται ότι μόνον οι αμερικανικές πολυεθνικές κρατούν έξω από τις ΗΠΑ έσοδα της τάξεως των 2 τρισ. δολαρίων) πρέπει να γίνουν πολύπλοκες διακρατικές συμφωνίες σε διεθνές επίπεδο. Τυχόν διαφοροποίηση ολίγων χωρών θα τις καταστήσει απλώς «παρίες» στα μάτια των περίφημων «διεθνών επενδυτών».
Ομοίως η «νόθευση» του ανταγωνισμού που προκαλεί σήμερα η πλήρης έλλειψη δικτύου κοινωνικής προστασίας και ασφάλισης στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν πρόκειται να εξαλειφθεί παρά μόνον με διεθνείς συμβιβασμούς.
Που σημαίνει ότι στο πιο καλό σενάριο θα περάσουν χρόνια έως ότου φτάσουμε στο στάδιο της εφαρμογής.